ἱπποφαές: Difference between revisions

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source
(c2)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1261.png Seite 1261]] τό, eine Pflanze, Diosc., auch [[ἱππόφαιστον]], Theophr., u. [[ἱππόφεως]], ω, ὁ, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1261.png Seite 1261]] τό, eine Pflanze, Diosc., auch [[ἱππόφαιστον]], Theophr., u. [[ἱππόφεως]], ω, ὁ, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ἱπποφᾰές''': έος, τό, [[εἶδος]] φυτοῦ, Euphorbia spinosa (Sprengel), δι’ οὗ οἱ ἀρχαῖοι ἔκναπτον τὰ ἱμάτια, Ἀσκληπ. παρὰ Γαλην. 2. σ. 42, Διοσκ. 4. 159 (162) κτλ. - Παρ’ Ἱππ. εὑρίσκομεν γεν. ἱπποφαέως, 539. 18., 546. 5 καὶ 47, κτλ.· ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] [[μετὰ]] διαφ. γραφ. ἱππόφεω, ἐκ τοῦ ἱππόφεως, ὁ, [[ὅπερ]] ἀπαντᾷ παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 5, 2, καὶ Γαλην. Τὸ φυτὸν ἱππόφαιστον, τό, ἦτο [[ἴσως]] [[ἄλλο]] [[εἶδος]], Διοσκ. 4. 163, Πλίν. 27. 66, πρβλ. Ruf. σ. 26 Matth. - Ὡσαύτως ἐκαλεῖτο ἱπποφανὲς καὶ ἱπποφυὲς καὶ ἐχίνιον Διοσκ. (Νόθ). 159 (162).
}}
}}

Revision as of 11:24, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποφᾰές Medium diacritics: ἱπποφαές Low diacritics: ιπποφαές Capitals: ΙΠΠΟΦΑΕΣ
Transliteration A: hippophaés Transliteration B: hippophaes Transliteration C: ippofaes Beta Code: i(ppofae/s

English (LSJ)

έος, τό, a kind of

   A spurge, Euphorbia spinosa, used for carding cloth, Asclep. ap. Gal.Nat.Fac.1.13, Dsc.4.159 (also ἱππόφαος ibid., ἱπποφανής Ps.-Dsc.ibid.).    2 = sq., Ps.-Dsc.4.160; = ἱππόφεως, Gal.19.106; as a drug, Thphr.HP9.15.6.

German (Pape)

[Seite 1261] τό, eine Pflanze, Diosc., auch ἱππόφαιστον, Theophr., u. ἱππόφεως, ω, ὁ, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποφᾰές: έος, τό, εἶδος φυτοῦ, Euphorbia spinosa (Sprengel), δι’ οὗ οἱ ἀρχαῖοι ἔκναπτον τὰ ἱμάτια, Ἀσκληπ. παρὰ Γαλην. 2. σ. 42, Διοσκ. 4. 159 (162) κτλ. - Παρ’ Ἱππ. εὑρίσκομεν γεν. ἱπποφαέως, 539. 18., 546. 5 καὶ 47, κτλ.· ἀλλ’ ἐνίοτε μετὰ διαφ. γραφ. ἱππόφεω, ἐκ τοῦ ἱππόφεως, ὁ, ὅπερ ἀπαντᾷ παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 5, 2, καὶ Γαλην. Τὸ φυτὸν ἱππόφαιστον, τό, ἦτο ἴσως ἄλλο εἶδος, Διοσκ. 4. 163, Πλίν. 27. 66, πρβλ. Ruf. σ. 26 Matth. - Ὡσαύτως ἐκαλεῖτο ἱπποφανὲς καὶ ἱπποφυὲς καὶ ἐχίνιον Διοσκ. (Νόθ). 159 (162).