ὀψιβλαστής: Difference between revisions
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(c2) |
(6_7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0432.png Seite 432]] ές, spät keimend, grünend, Theophr., auch [[ὀψίβλαστος]] u. im compar. ὀψιβλαστότερος. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0432.png Seite 432]] ές, spät keimend, grünend, Theophr., auch [[ὀψίβλαστος]] u. im compar. ὀψιβλαστότερος. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὀψιβλαστής''': -ές, ([[βλαστάνω]]) ὁ ἀργὰ βλαστάνων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 14, 3., 6. 6, 10· - συγκρ. ὀψιβλαστότερος (ὡς ἐκ θετικοῦ ὀψίβλαστος) ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 10, 7. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:25, 5 August 2017
English (LSJ)
ές,
A late sprouting or shooting, ib.1.14.3, 6.6.10.
German (Pape)
[Seite 432] ές, spät keimend, grünend, Theophr., auch ὀψίβλαστος u. im compar. ὀψιβλαστότερος.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψιβλαστής: -ές, (βλαστάνω) ὁ ἀργὰ βλαστάνων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 14, 3., 6. 6, 10· - συγκρ. ὀψιβλαστότερος (ὡς ἐκ θετικοῦ ὀψίβλαστος) ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 10, 7.