ἀναπετής: Difference between revisions
From LSJ
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
(b) |
(6_7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0201.png Seite 201]] ές, weit geöffnet, Medic. ὀφθαλμοί | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0201.png Seite 201]] ές, weit geöffnet, Medic. ὀφθαλμοί | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀναπετής''': -ές, [[ἀναπεπταμένος]], πολὺ [[ἀνοικτός]], «ὁλάνοικτος», ὀφθαλμοὶ Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6· καὶ [[οὕτως]] ἀναγινώσκει ὁ Ἕρμαννος ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 782 ἐν τῷ τύπῳ ἀμπετής. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:26, 5 August 2017
English (LSJ)
ές, (πετάννυμι)
A expanded, wide open, ἀδένες Hp.Gland.9; ὀφθαλμοί Aret.SA1.6. II (πέτομαι), A.Supp.782 (in form ἀμπ-).
German (Pape)
[Seite 201] ές, weit geöffnet, Medic. ὀφθαλμοί
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπετής: -ές, ἀναπεπταμένος, πολὺ ἀνοικτός, «ὁλάνοικτος», ὀφθαλμοὶ Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6· καὶ οὕτως ἀναγινώσκει ὁ Ἕρμαννος ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 782 ἐν τῷ τύπῳ ἀμπετής.