ὀξυδερκής: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
(13_3)
(6_7)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0352.png Seite 352]] ές, scharfsehend, scharfsichtig; ὀξυδερκέστατος, Her. 2, 68; ὀξυδερκέστερος τὴν ψυχὴν γενόμενος, Luc. Nigr. 4, vgl. Vit. auct. 26; Tim. 25 u. öfter; Lob. Phryn. 576.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0352.png Seite 352]] ές, scharfsehend, scharfsichtig; ὀξυδερκέστατος, Her. 2, 68; ὀξυδερκέστερος τὴν ψυχὴν γενόμενος, Luc. Nigr. 4, vgl. Vit. auct. 26; Tim. 25 u. öfter; Lob. Phryn. 576.
}}
{{ls
|lstext='''ὀξῠδερκής''': -ές, ὁ ἔχων ὀξεῖαν ἢ ταχεῖαν ὅρασιν, -έστερος Λουκ. Βίων Πρᾶσις 26, Ἀθήν. 250Ε· -έστατος Ἡρόδ. 2. 68, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 58. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ παρέχων ὀξυδέρκειαν, ὀξύτητα, [[ὕδωρ]] Διοκλ. παρ᾿ Ἀθην. 46D, Διοσκ. 5. 6.
}}
}}

Revision as of 11:26, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξυδερκής Medium diacritics: ὀξυδερκής Low diacritics: οξυδερκής Capitals: ΟΞΥΔΕΡΚΗΣ
Transliteration A: oxyderkḗs Transliteration B: oxyderkēs Transliteration C: oksyderkis Beta Code: o)cuderkh/s

English (LSJ)

ές,

   A sharp-sighted, quick-sighted, Luc.Tim.25, al. : Comp. -έστερος Id.Vit.Auct.26, Hegesand.9 ; ὄψις Alex.Aphr.in Top.262.10 : Sup. -έστατος Hdt.2.68, Arist.Mir.834b28. Adv. -κῶς Ph.1.590 : Comp. -έστερον ib.229.    II Act., promoting quickness of sight, ὕδωρ Diocl.Fr.128, cf. Dsc.5.5, Gal.12.263, al.

German (Pape)

[Seite 352] ές, scharfsehend, scharfsichtig; ὀξυδερκέστατος, Her. 2, 68; ὀξυδερκέστερος τὴν ψυχὴν γενόμενος, Luc. Nigr. 4, vgl. Vit. auct. 26; Tim. 25 u. öfter; Lob. Phryn. 576.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠδερκής: -ές, ὁ ἔχων ὀξεῖαν ἢ ταχεῖαν ὅρασιν, -έστερος Λουκ. Βίων Πρᾶσις 26, Ἀθήν. 250Ε· -έστατος Ἡρόδ. 2. 68, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 58. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ παρέχων ὀξυδέρκειαν, ὀξύτητα, ὕδωρ Διοκλ. παρ᾿ Ἀθην. 46D, Διοσκ. 5. 6.