καταμφικαλύπτω: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(13_1)
(6_7)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1364.png Seite 1364]] = [[ἀμφικαλύπτω]]; als Tmesis rechnet man hierher Od. 14, 349 κεφαλῇ δὲ κατὰ [[ῥάκος]] ἀμφικαλύψας.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1364.png Seite 1364]] = [[ἀμφικαλύπτω]]; als Tmesis rechnet man hierher Od. 14, 349 κεφαλῇ δὲ κατὰ [[ῥάκος]] ἀμφικαλύψας.
}}
{{ls
|lstext='''καταμφικαλύπτω''': ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἀμφικαλ-, περιθέτω, [[περιβάλλω]] ὡς [[κάλυμμα]] (ἡ κατὰ ἐν τμήσει), κεφαλῇ δὲ κατὰ [[ῥάκος]] ἀμφικαλύψας Ὀδ. Ξ. 349.
}}
}}

Revision as of 11:27, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμφικᾰλύπτω Medium diacritics: καταμφικαλύπτω Low diacritics: καταμφικαλύπτω Capitals: ΚΑΤΑΜΦΙΚΑΛΥΠΤΩ
Transliteration A: katamphikalýptō Transliteration B: katamphikalyptō Transliteration C: katamfikalypto Beta Code: katamfikalu/ptw

English (LSJ)

strengthd. for ἀμφικαλ-,

   A put all round, κεφαλῇ δὲ κατὰ ῥάκος ἀμφικαλύψας Od.14.349.

German (Pape)

[Seite 1364] = ἀμφικαλύπτω; als Tmesis rechnet man hierher Od. 14, 349 κεφαλῇ δὲ κατὰ ῥάκος ἀμφικαλύψας.

Greek (Liddell-Scott)

καταμφικαλύπτω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἀμφικαλ-, περιθέτω, περιβάλλω ὡς κάλυμμα (ἡ κατὰ ἐν τμήσει), κεφαλῇ δὲ κατὰ ῥάκος ἀμφικαλύψας Ὀδ. Ξ. 349.