ἀφοσίωσις: Difference between revisions
ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλαμυρός βασιλεύει → in the land of the blind, the one-eyed man is king
(13_3) |
(6_8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0414.png Seite 414]] ἡ, dasselbe, die Reinigung, Plut. τῆς ἀφοσιώσεως [[ἕνεκα]], nur zum Scheine, um dem Gewissen zu genügen, Eum. 12; τιμῆς [[ἀφοσίωσις]] Timol. 39, die äußerliche, kalte Ehrenbezeugung. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0414.png Seite 414]] ἡ, dasselbe, die Reinigung, Plut. τῆς ἀφοσιώσεως [[ἕνεκα]], nur zum Scheine, um dem Gewissen zu genügen, Eum. 12; τιμῆς [[ἀφοσίωσις]] Timol. 39, die äußerliche, kalte Ehrenbezeugung. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀφοσίωσις''': -εως, ἡ, [[καθαρμός]], [[ἁγνισμός]], Διον. Ἁλ. 2. 52. 2) πρᾶξίς τις γινομένη διὰ τὸν τύπον, ἀφοσιώσεως [[ἕνεκα]], [[χάριν]] τοῦ τύπου, Πλουτ. Εὐμ. 12· [[τιμῆς]] [[ἀφοσίωσις]], [[ἐξωτερικός]], τυπικὸς [[σεβασμός]], ὁ αὐτ. Τιμολ. 39. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:27, 5 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A purification, expiation, D.H.2.52: pl., Plu.2.302b; defined as ὁσιότητος παραλελειμμένης ἀποπλήρωσις Herm.in Phdr.p.94A. 2 doing as matter of form, ἀφοσιώσεως ἕνεκεν for form's sake, Plu.Eum.12; τιμῆς ἀ. outward, formal respect, Id.Tim.39; κατὰ ἀφοσίωσιν Dam.Pr.171.
German (Pape)
[Seite 414] ἡ, dasselbe, die Reinigung, Plut. τῆς ἀφοσιώσεως ἕνεκα, nur zum Scheine, um dem Gewissen zu genügen, Eum. 12; τιμῆς ἀφοσίωσις Timol. 39, die äußerliche, kalte Ehrenbezeugung.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφοσίωσις: -εως, ἡ, καθαρμός, ἁγνισμός, Διον. Ἁλ. 2. 52. 2) πρᾶξίς τις γινομένη διὰ τὸν τύπον, ἀφοσιώσεως ἕνεκα, χάριν τοῦ τύπου, Πλουτ. Εὐμ. 12· τιμῆς ἀφοσίωσις, ἐξωτερικός, τυπικὸς σεβασμός, ὁ αὐτ. Τιμολ. 39.