διορυχή: Difference between revisions
From LSJ
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
(4) |
(6_9) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=dioruxh/ | |Beta Code=dioruxh/ | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[διωρυχή]], [[Χερσονήσου]] <span class="bibl">D.7.40</span>; φρεάτων <span class="bibl">Ph.1.626</span>; τοίχων <span class="bibl">Lib.<span class="title">Decl.</span>8.19</span>: metaph., <b class="b2">undermining</b>, <b class="b3">νόμων, δικαστηρίων</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Or.</span>63.21</span>.</span> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[διωρυχή]], [[Χερσονήσου]] <span class="bibl">D.7.40</span>; φρεάτων <span class="bibl">Ph.1.626</span>; τοίχων <span class="bibl">Lib.<span class="title">Decl.</span>8.19</span>: metaph., <b class="b2">undermining</b>, <b class="b3">νόμων, δικαστηρίων</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Or.</span>63.21</span>.</span> | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''διορῠχή''': ἡ, (οὐχὶ [[διωρυχή]]), τὸ διορύσσειν, Δημ. 86. 17, Διόδ. Σικ. Κʹ, δʹ (τόμ. Βʹ, σ. 426 Διδ.), Ψευδηρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 205· [[διῶρυξ]] διὰ τοῦ Ω μεγάλου, διορυχὴ δὲ μικρόν. Ἴδε Κόντ. Ἀθηνᾶς τόμ. Βʹ, σ. 316. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:29, 5 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A = διωρυχή, Χερσονήσου D.7.40; φρεάτων Ph.1.626; τοίχων Lib.Decl.8.19: metaph., undermining, νόμων, δικαστηρίων, Id.Or.63.21.
Greek (Liddell-Scott)
διορῠχή: ἡ, (οὐχὶ διωρυχή), τὸ διορύσσειν, Δημ. 86. 17, Διόδ. Σικ. Κʹ, δʹ (τόμ. Βʹ, σ. 426 Διδ.), Ψευδηρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 205· διῶρυξ διὰ τοῦ Ω μεγάλου, διορυχὴ δὲ μικρόν. Ἴδε Κόντ. Ἀθηνᾶς τόμ. Βʹ, σ. 316.