αὐτοτέλεια: Difference between revisions

From LSJ

Ζεὺς οἶδε μοῖράν τ' ἀμμορίην τ' ἀνθρώπων → Zeus knows what is man's fate and what is not, Zeus knows man's good and bad fortune

Source
(b)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0403.png Seite 403]] ἡ, Selbstständigkeit, Vollkommenheit, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0403.png Seite 403]] ἡ, Selbstständigkeit, Vollkommenheit, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''αὐτοτέλεια''': ἡ, αὐτὴ ἡ [[τελειότης]], [[ἄκρα]] [[τελειότης]], [[ἐντέλεια]], Ὄκελλ. Λευκ. σ. 510, Α. Β. 595· - Ἐπιθ. -[[τέλειος]], ον, ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] [[τέλειος]], Πρόκλ. αὐτοτελειότης, ἡ, τὸ εἶναί τινα αὐτοτέλειον, Ἰάμβλ. Μυστ. σ. 26. 24.
}}
}}

Revision as of 11:29, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοτέλεια Medium diacritics: αὐτοτέλεια Low diacritics: αυτοτέλεια Capitals: ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΑ
Transliteration A: autotéleia Transliteration B: autoteleia Transliteration C: aftoteleia Beta Code: au)tote/leia

English (LSJ)

ἡ,

   A perfection, completeness, Ocell.1.9.    II complete sentence, proposition, A.D.Synt.12.4, al.; αὐ. τοῦ λόγου ib.5.20.

German (Pape)

[Seite 403] ἡ, Selbstständigkeit, Vollkommenheit, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοτέλεια: ἡ, αὐτὴ ἡ τελειότης, ἄκρα τελειότης, ἐντέλεια, Ὄκελλ. Λευκ. σ. 510, Α. Β. 595· - Ἐπιθ. -τέλειος, ον, ἀφ’ ἑαυτοῦ τέλειος, Πρόκλ. αὐτοτελειότης, ἡ, τὸ εἶναί τινα αὐτοτέλειον, Ἰάμβλ. Μυστ. σ. 26. 24.