πεπλίς: Difference between revisions
From LSJ
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
(a) |
(6_12) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0560.png Seite 560]] ἡ, = [[πέπλιον]], Plin. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0560.png Seite 560]] ἡ, = [[πέπλιον]], Plin. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πεπλίς''': -ίδος, ἡ, [[φυτόν]] τι [[εἶδος]] ἐρυθροῦ εὐφορβίου, Euphorbia peplis, «[[πεπλίς]], οἱ δὲ ἀνδράχνην ἀγρίαν,... Φύεται δὲ [[μάλιστα]] ἐν τοῖς παραθαλασσίοις τόποις» Διοσκ. 4. 169˙ [[ὡσαύτως]] [[πέπλιον]], τό, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387, Γαλην. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:33, 5 August 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A wild purslane, Euphorbia Peplis, Dsc.4.168 :—also in Dim. form πέπλιον, τό, Hp.Acut.23, Gal.12.97.
German (Pape)
[Seite 560] ἡ, = πέπλιον, Plin.
Greek (Liddell-Scott)
πεπλίς: -ίδος, ἡ, φυτόν τι εἶδος ἐρυθροῦ εὐφορβίου, Euphorbia peplis, «πεπλίς, οἱ δὲ ἀνδράχνην ἀγρίαν,... Φύεται δὲ μάλιστα ἐν τοῖς παραθαλασσίοις τόποις» Διοσκ. 4. 169˙ ὡσαύτως πέπλιον, τό, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387, Γαλην.