ἐκπηδάω: Difference between revisions

From LSJ

διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water

Source
(13_5)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0772.png Seite 772]] (s. [[πηδάω]], ἐκπηδήσομαι Luc. Zeux. 8), heraus-, hervorspringen; vom Wasser, Eur. Bacch. 705; ἐς τὴν θάλατταν, aus dem Schiffe, Her. 1, 24; Xen. An. 7, 4, 16 u. öfter; ἐκ τῶν τεχνῶν ἐς τὴν φιλοσοφίαν, zur Philosophie überspringen, Plat. Rep. VI, 495 d; übh. aufspringen, Soph. Trach. 174; – entspringen, entkommen, ἐκ τῆς πόλεως Pol. 1, 43, 1; a. Sp. Vom Herzschlagen, Aristaen. 2, 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0772.png Seite 772]] (s. [[πηδάω]], ἐκπηδήσομαι Luc. Zeux. 8), heraus-, hervorspringen; vom Wasser, Eur. Bacch. 705; ἐς τὴν θάλατταν, aus dem Schiffe, Her. 1, 24; Xen. An. 7, 4, 16 u. öfter; ἐκ τῶν τεχνῶν ἐς τὴν φιλοσοφίαν, zur Philosophie überspringen, Plat. Rep. VI, 495 d; übh. aufspringen, Soph. Trach. 174; – entspringen, entkommen, ἐκ τῆς πόλεως Pol. 1, 43, 1; a. Sp. Vom Herzschlagen, Aristaen. 2, 5.
}}
{{ls
|lstext='''ἐκπηδάω''': μέλλ. -πηδήσομαι Λουκ. Ζεῦξ. 8, καὶ -ήσω Ἀππ. Ἰβηρικ. 20: ‒ πηδῶ ἔξω εἰς, ἐφορμῶ, ἐς τὴν θάλασσαν Ἠρόδ. 1. 24., 8. 118 ([[ἔνθα]] τὰ ἄριστα χειρόγρ. ἔχουσιν ἐκπηδέειν ἀντὶ -πηδᾶν)· ἐπί τινα Λυσ. 97. 27. 2) [[κάμνω]] ἔξοδον, ἐξορμῶ, Λατ. excurrere, Ξεν. Ἀν. 7. 4, 16· ἐκπ. ἐκ τῆς πόλεως, [[ἐκφεύγω]] ἐκ…, Μένανδ. ἐν «Περινθίᾳ» 3· μεταφ., ἐκπ. ἐκ τῶν τεχνῶν εἰς τὴν φιλοσοφίαν Πλάτ. Πολ. 495D. 3) ἀναπηδῶ, ἀνατινάσσομαι, εὕδουσαν ἐκπ. Σοφ. Τρ. 175· πάλλομαι, Ἀρισταίν. 2. 5. ΙΙ. τινάσσομαι ἔξω, [[ἐξέρχομαι]] βιαίως τῆς θέσεώς μου, σπόνδυλος ἐκπ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 811· [[ἐκφεύγω]], [[δραπετεύω]], ἐξεπήδησαν νυκτὸς ἐκ τῆς πόλεως Πολύβ. 1. 43, 1.
}}
}}

Revision as of 11:33, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπηδάω Medium diacritics: ἐκπηδάω Low diacritics: εκπηδάω Capitals: ΕΚΠΗΔΑΩ
Transliteration A: ekpēdáō Transliteration B: ekpēdaō Transliteration C: ekpidao Beta Code: e)kphda/w

English (LSJ)

fut.

   A -πηδήσομαι Luc.Zeux.8, -ήσω App.Hisp.20 : pf. -πεπήδηκα Men.Pk.277 :—leap out, ἐς τὴν θάλασσαν Hdt.8.118 (v.l. ἐκπηδέειν, cf. 1.24) ; ἐπί τινα Lys.3.12.    2 make a sally, X.An. 7.4.16, App.l.c. ; ἐκ τῆς ἐνέδρας Hell.Oxy.16.2 ; escape, ἐκ τῆς πόλεως Men.Per.Fr.3, cf. Wilcken Chr.1 ii 13 (iii B. C.), Plb.1.43.1 : metaph., ἐ. ἐκ τῶν τεχνῶν εἰς τὴν φιλοσοφίαν Pl.R.495d.    3 leap up, start, εὕδουσαν ἐ. S.Tr.175 ; τοῦ ὕπνου Philostr. VA2.36 ; throb, of the heart, Aristaenet.2.5; λόγος ἐ. τοῦ στόματος ib.10.    II start out of place, σπόνδυλος ἐ. Hp.Art.46.

German (Pape)

[Seite 772] (s. πηδάω, ἐκπηδήσομαι Luc. Zeux. 8), heraus-, hervorspringen; vom Wasser, Eur. Bacch. 705; ἐς τὴν θάλατταν, aus dem Schiffe, Her. 1, 24; Xen. An. 7, 4, 16 u. öfter; ἐκ τῶν τεχνῶν ἐς τὴν φιλοσοφίαν, zur Philosophie überspringen, Plat. Rep. VI, 495 d; übh. aufspringen, Soph. Trach. 174; – entspringen, entkommen, ἐκ τῆς πόλεως Pol. 1, 43, 1; a. Sp. Vom Herzschlagen, Aristaen. 2, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπηδάω: μέλλ. -πηδήσομαι Λουκ. Ζεῦξ. 8, καὶ -ήσω Ἀππ. Ἰβηρικ. 20: ‒ πηδῶ ἔξω εἰς, ἐφορμῶ, ἐς τὴν θάλασσαν Ἠρόδ. 1. 24., 8. 118 (ἔνθα τὰ ἄριστα χειρόγρ. ἔχουσιν ἐκπηδέειν ἀντὶ -πηδᾶν)· ἐπί τινα Λυσ. 97. 27. 2) κάμνω ἔξοδον, ἐξορμῶ, Λατ. excurrere, Ξεν. Ἀν. 7. 4, 16· ἐκπ. ἐκ τῆς πόλεως, ἐκφεύγω ἐκ…, Μένανδ. ἐν «Περινθίᾳ» 3· μεταφ., ἐκπ. ἐκ τῶν τεχνῶν εἰς τὴν φιλοσοφίαν Πλάτ. Πολ. 495D. 3) ἀναπηδῶ, ἀνατινάσσομαι, εὕδουσαν ἐκπ. Σοφ. Τρ. 175· πάλλομαι, Ἀρισταίν. 2. 5. ΙΙ. τινάσσομαι ἔξω, ἐξέρχομαι βιαίως τῆς θέσεώς μου, σπόνδυλος ἐκπ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 811· ἐκφεύγω, δραπετεύω, ἐξεπήδησαν νυκτὸς ἐκ τῆς πόλεως Πολύβ. 1. 43, 1.