ἐκκαρπίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(13_2)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0762.png Seite 762]] entfruchten, [[ἔδαφος]], aussaugen, Theophr. – Frucht bringen, [[ἄρουρα]] ἄτης θάνατον ἐκκαρπίζεται Aesch. Spt. 583.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0762.png Seite 762]] entfruchten, [[ἔδαφος]], aussaugen, Theophr. – Frucht bringen, [[ἄρουρα]] ἄτης θάνατον ἐκκαρπίζεται Aesch. Spt. 583.
}}
{{ls
|lstext='''ἐκκαρπίζομαι''': μέσ., [[παράγω]] καρπόν, Αἰσχύλ. Θήβ. 601 (πιθ. [[νόθος]] [[στίχος]], ἴδε Πόρσωνα καὶ Ἕρμαννον). ΙΙ. ἐπὶ καλλιεργουμένης γῆς, ἐξαντλοῦμαι, καθίσταμαι [[ἄγονος]], τάχιστα ἐκκαρπίζεται τὰ ἐδάφη Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 8, 3.
}}
}}

Revision as of 11:34, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκαρπίζομαι Medium diacritics: ἐκκαρπίζομαι Low diacritics: εκκαρπίζομαι Capitals: ΕΚΚΑΡΠΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: ekkarpízomai Transliteration B: ekkarpizomai Transliteration C: ekkarpizomai Beta Code: e)kkarpi/zomai

English (LSJ)

Med.,

   A yield as produce, A.Th.601.    II reap, enjoy, τὰ ἐκ τῆς γῆς γενήματα PTeb.105.30 (ii B.C.).    III of land, exhaust, Thphr.CP4.8.3.

German (Pape)

[Seite 762] entfruchten, ἔδαφος, aussaugen, Theophr. – Frucht bringen, ἄρουρα ἄτης θάνατον ἐκκαρπίζεται Aesch. Spt. 583.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκαρπίζομαι: μέσ., παράγω καρπόν, Αἰσχύλ. Θήβ. 601 (πιθ. νόθος στίχος, ἴδε Πόρσωνα καὶ Ἕρμαννον). ΙΙ. ἐπὶ καλλιεργουμένης γῆς, ἐξαντλοῦμαι, καθίσταμαι ἄγονος, τάχιστα ἐκκαρπίζεται τὰ ἐδάφη Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 8, 3.