παμῶχος: Difference between revisions

From LSJ

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source
(b)
 
(6_14)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0455.png Seite 455]] ὁ, dor. = [[παμοῦχος]], Hesych.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0455.png Seite 455]] ὁ, dor. = [[παμοῦχος]], Hesych.
}}
{{ls
|lstext='''πᾱμῶχος''': ὁ, Δωρ. ἀντὶ παμοῦχος, «ὁ [[κύριος]]» Ἡσύχ.. - οὕτω, πᾱμωχέω, [[κατέχω]] κέκτημαι, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 168. ὁ Ἡσύχ. [[ὡσαύτως]] ἔχει παμωχίων = κεκτημένος.
}}
}}

Revision as of 11:35, 5 August 2017

German (Pape)

[Seite 455] ὁ, dor. = παμοῦχος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πᾱμῶχος: ὁ, Δωρ. ἀντὶ παμοῦχος, «ὁ κύριος» Ἡσύχ.. - οὕτω, πᾱμωχέω, κατέχω κέκτημαι, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 168. ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως ἔχει παμωχίων = κεκτημένος.