μέλινος: Difference between revisions
From LSJ
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
(13_1) |
(6_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0123.png Seite 123]] = [[μελίϊνος]], eschen, Od. 17, 339, in der Il. in der ep. Form [[μείλινος]]. ὁ, = [[μελίνη]], Theophr., zw. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0123.png Seite 123]] = [[μελίϊνος]], eschen, Od. 17, 339, in der Il. in der ep. Form [[μείλινος]]. ὁ, = [[μελίνη]], Theophr., zw. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μέλινος''': ο, = [[μελίνη]], μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἁρποκρ. ἐκ τῆς Ξεν. Ἀν. 1. 2, 22., 5, 10, [[ἔνθα]] νῦν φέρεται μελίνην. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:35, 5 August 2017
English (LSJ)
(A), ὁ,
A = μελίνη 1, cited by Harp. from X. An.1.2.22, 1.5.10 (μελίνην codd.), cf. Thphr. HP8.1.4, Diocl. Fr.113.
μέλῐνος (B), Ep. μείλινος (also in late Prose,
A μειλίνη ὕλη Orib.49.3.1), η, ον, (μελία) ashen, μείλινον ἔγχος Il.5.655; δόρυ μείλινον ib.666, al.; ἷζε δ' ἐπὶ μελίνου οὐδοῦ Od.17.339.
German (Pape)
[Seite 123] = μελίϊνος, eschen, Od. 17, 339, in der Il. in der ep. Form μείλινος. ὁ, = μελίνη, Theophr., zw.
Greek (Liddell-Scott)
μέλινος: ο, = μελίνη, μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἁρποκρ. ἐκ τῆς Ξεν. Ἀν. 1. 2, 22., 5, 10, ἔνθα νῦν φέρεται μελίνην.