κατάκτης: Difference between revisions
From LSJ
Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger
(13_1) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1357.png Seite 1357]] ὁ, 1) ([[κατάγνυμι]]) der Zerbrecher. – 2) ([[κατάγω]]) der Herunter-, Zurückführende, Poll. 7, 16. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1357.png Seite 1357]] ὁ, 1) ([[κατάγνυμι]]) der Zerbrecher. – 2) ([[κατάγω]]) der Herunter-, Zurückführende, Poll. 7, 16. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κατάκτης''': ὁ, παρὰ [[Πολυδ]]. Ζ', 16, οἱ εἰς τὰ πανδοκεῖα καταγόμενοι κατάκται ἂν λέγοιντο, (πρβλ. [[κατάγω]] Ι. 3. b.), [[μᾶλλον]] ἐνεργ. ληπτέον, οἱ ὁδηγοῦντες εἰς τὰ πανδοκεῖα. 2) ἐκ τοῦ [[κατάγνυμι]], ὁ θραύων τι. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:36, 5 August 2017
English (LSJ)
ὁ, (
A κατάγω 1.4 b) visitor, guest at an inn, Poll.7.16.
German (Pape)
[Seite 1357] ὁ, 1) (κατάγνυμι) der Zerbrecher. – 2) (κατάγω) der Herunter-, Zurückführende, Poll. 7, 16.
Greek (Liddell-Scott)
κατάκτης: ὁ, παρὰ Πολυδ. Ζ', 16, οἱ εἰς τὰ πανδοκεῖα καταγόμενοι κατάκται ἂν λέγοιντο, (πρβλ. κατάγω Ι. 3. b.), μᾶλλον ἐνεργ. ληπτέον, οἱ ὁδηγοῦντες εἰς τὰ πανδοκεῖα. 2) ἐκ τοῦ κατάγνυμι, ὁ θραύων τι.