μονόστροφος: Difference between revisions
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(13_2) |
(6_17) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0205.png Seite 205]] aus <b class="b2">einer</b> Strophe bestehend, auch adv., Schol. Eur. Phoen. 939; ἅμαξα, ein einrädriger Schubkarren, Theophr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0205.png Seite 205]] aus <b class="b2">einer</b> Strophe bestehend, auch adv., Schol. Eur. Phoen. 939; ἅμαξα, ein einrädriger Schubkarren, Theophr. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μονόστροφος''': -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ μιᾶς μόνης στροφῆς. Ἐπίρρ. -φως, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Σχολ. Εὐρ. ΙΙ. [[ἅμαξα]] μ., [[μονότροχος]], ἔχουσα ἕνα μόνον τροχόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 6 (Schneid. [[μονότροχος]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:38, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A consisting of a single strophe, στροφή Sch.Tricl.E.Ph.239. Adv. -φως ibid. II ἅμαξα μ. either a cart with solid wheels, or wheelbarrow, Thphr.HP5.7.6; cf. μονόκυκλος 2. III of one turn, ἕλιξ Speus. ap. Procl.in Euc.pp.180,187 F., Papp.1110.2.
German (Pape)
[Seite 205] aus einer Strophe bestehend, auch adv., Schol. Eur. Phoen. 939; ἅμαξα, ein einrädriger Schubkarren, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
μονόστροφος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ μιᾶς μόνης στροφῆς. Ἐπίρρ. -φως, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Σχολ. Εὐρ. ΙΙ. ἅμαξα μ., μονότροχος, ἔχουσα ἕνα μόνον τροχόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 6 (Schneid. μονότροχος).