Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μονότροχος

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονότροχος Medium diacritics: μονότροχος Low diacritics: μονότροχος Capitals: ΜΟΝΟΤΡΟΧΟΣ
Transliteration A: monótrochos Transliteration B: monotrochos Transliteration C: monotrochos Beta Code: mono/troxos

English (LSJ)

ὁ, wheelbarrow, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 205] ὁ, einrädriger Karren.

Greek (Liddell-Scott)

μονότροχος: ὁ, ἁμάξιον μονότροχον, Γλωσσ.· ἴδε μονόστροφος ΙΙ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονότροχος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει έναν μόνο τροχό
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.μονότροχος
(γλώσσ.) άμαξα με έναν τροχό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + τροχός.