μονότροχος
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
English (LSJ)
ὁ, wheelbarrow, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 205] ὁ, einrädriger Karren.
Greek (Liddell-Scott)
μονότροχος: ὁ, ἁμάξιον μονότροχον, Γλωσσ.· ἴδε μονόστροφος ΙΙ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μονότροχος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει έναν μόνο τροχό
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ μονότροχος
(γλώσσ.) άμαξα με έναν τροχό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + τροχός.