ὑπέρδικος: Difference between revisions

From LSJ

Σέ, Δήλι', αὐδῶ τὸν κατὰ χθονὸς νέκυν ... → Delian, I call your name, a corpse beneath the ground ...

Source
(13_3)
(6_18)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1194.png Seite 1194]] 1) überaus gerecht; adv., Aesch. Ag. 1369; Soph. Ai. 1098. – 2) über das Recht waltend, es vertheidigend, beschützend; Νέμεσις, Pind. P. 10, 44; ὁ [[ὑπέρδικος]], der Rechtsbeistand.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1194.png Seite 1194]] 1) überaus gerecht; adv., Aesch. Ag. 1369; Soph. Ai. 1098. – 2) über das Recht waltend, es vertheidigend, beschützend; Νέμεσις, Pind. P. 10, 44; ὁ [[ὑπέρδικος]], der Rechtsbeistand.
}}
{{ls
|lstext='''ὑπέρδῐκος''': -ον, ὁ ὑπερβολικῶς [[δίκαιος]], ὁ [[σφόδρα]] [[αὐστηρός]], φυγόντες ὑπέρδικον νέμεσιν Πινδ. Π. 10. 68. ― [[Κατὰ]] Φώτ.· «ὑπέρδικον: τὸν ἀκροδίκαιον καὶ [[σφόδρα]] δίκαιον»· ― ἐπὶ πραγμάτων, τὰ σκληρὰ γάρ τοι, κἂν ὑπέρδικ’ ᾖ, δάκνει, [[διότι]] οἱ σκληροὶ λόγοι, ὅσον δίκαιοι καὶ ἂν ὦσι, πειράζουσι, Σοφ. Αἴ. 1119. ― Ἐπίρρ. -κως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1396. ΙΙ. ὁ συνηγορῶν ὑπέρ τινος, Σχόλ. εἰς Πλάτ. Φαίδ. 86Β. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπέρδικοι· συνήγοροι οἱ τὸ δίκαιον ὑπερβαίνοντες».
}}
}}

Revision as of 11:39, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρδῐκος Medium diacritics: ὑπέρδικος Low diacritics: υπέρδικος Capitals: ΥΠΕΡΔΙΚΟΣ
Transliteration A: hypérdikos Transliteration B: hyperdikos Transliteration C: yperdikos Beta Code: u(pe/rdikos

English (LSJ)

ον,

   A more than just, severely just, Νέμεσις Pi.P.10.44; of things, κἂν ὑπέρδικ' ᾖ though they be never so just, S.Aj.1119. Adv. -κως A.Ag.1396.    II pleading for another, Sch.Pl.Phd.86e.

German (Pape)

[Seite 1194] 1) überaus gerecht; adv., Aesch. Ag. 1369; Soph. Ai. 1098. – 2) über das Recht waltend, es vertheidigend, beschützend; Νέμεσις, Pind. P. 10, 44; ὁ ὑπέρδικος, der Rechtsbeistand.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρδῐκος: -ον, ὁ ὑπερβολικῶς δίκαιος, ὁ σφόδρα αὐστηρός, φυγόντες ὑπέρδικον νέμεσιν Πινδ. Π. 10. 68. ― Κατὰ Φώτ.· «ὑπέρδικον: τὸν ἀκροδίκαιον καὶ σφόδρα δίκαιον»· ― ἐπὶ πραγμάτων, τὰ σκληρὰ γάρ τοι, κἂν ὑπέρδικ’ ᾖ, δάκνει, διότι οἱ σκληροὶ λόγοι, ὅσον δίκαιοι καὶ ἂν ὦσι, πειράζουσι, Σοφ. Αἴ. 1119. ― Ἐπίρρ. -κως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1396. ΙΙ. ὁ συνηγορῶν ὑπέρ τινος, Σχόλ. εἰς Πλάτ. Φαίδ. 86Β. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπέρδικοι· συνήγοροι οἱ τὸ δίκαιον ὑπερβαίνοντες».