σύνδετος: Difference between revisions

From LSJ

ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap

Source
(c2)
(6_18)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1006.png Seite 1006]] zusammengebunden; Soph. Ai. 62. 289; Plat. Polit. 280 e; τὰ σύνδετα, = σύνδεσμα, Eur. Ion 1390.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1006.png Seite 1006]] zusammengebunden; Soph. Ai. 62. 289; Plat. Polit. 280 e; τὰ σύνδετα, = σύνδεσμα, Eur. Ion 1390.
}}
{{ls
|lstext='''σύνδετος''': -ον, συνδεδεμένος, δεδεμένος [[ὁμοῦ]], συνδέτους αἰκίζεται Σοφ. Αἴ. 65· συνδέτους ἄγων [[ὁμοῦ]] ταύρους, κύνας βοτῆρας [[αὐτόθι]] 296. 2) ὁ συνδεδεμένος τινί, συνηνωμένος, τινι Πλάτ. Πολιτ. 279E. 3) ὁ συμπεπλεγμένος μετά τινος, Ἀριστ. Φυσιογν. 3. 3. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. σύνδετον, τό, [[δεσμός]], Εὐρ. Ἴων 1390.
}}
}}

Revision as of 11:41, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνδετος Medium diacritics: σύνδετος Low diacritics: σύνδετος Capitals: ΣΥΝΔΕΤΟΣ
Transliteration A: sýndetos Transliteration B: syndetos Transliteration C: syndetos Beta Code: su/ndetos

English (LSJ)

ον,

   A bound hand and foot, S.Aj.65, 296.    2 united with, αὐτὰ αὑτοῖς Pl.Plt.279e; τὰ σ. compounds, concrete things, Procl.Inst.157.    3 well knit together, Arist.Phgn. 807b15.    II Subst. σύνδετον, τό, band, E.Ion 1390.

German (Pape)

[Seite 1006] zusammengebunden; Soph. Ai. 62. 289; Plat. Polit. 280 e; τὰ σύνδετα, = σύνδεσμα, Eur. Ion 1390.

Greek (Liddell-Scott)

σύνδετος: -ον, συνδεδεμένος, δεδεμένος ὁμοῦ, συνδέτους αἰκίζεται Σοφ. Αἴ. 65· συνδέτους ἄγων ὁμοῦ ταύρους, κύνας βοτῆρας αὐτόθι 296. 2) ὁ συνδεδεμένος τινί, συνηνωμένος, τινι Πλάτ. Πολιτ. 279E. 3) ὁ συμπεπλεγμένος μετά τινος, Ἀριστ. Φυσιογν. 3. 3. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. σύνδετον, τό, δεσμός, Εὐρ. Ἴων 1390.