γενέτης: Difference between revisions
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
(13_4) |
(6_19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0482.png Seite 482]] ὁ, 1) der Erzeuger, Vater, Eur. Or. 1010 Tr. 1288 u. sp. D., wie Diogen. ep. (VII, 613). – 2) der Erzeugte, Sohn, Soph. O. R. 470; Eur. Ion. 916. – Als adj. = [[γενέθλιος]]; θεοί, Stammgötter, Urheber des Geschlechts, Aesch. Suppl. 77; Eur. Ion. 1149. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0482.png Seite 482]] ὁ, 1) der Erzeuger, Vater, Eur. Or. 1010 Tr. 1288 u. sp. D., wie Diogen. ep. (VII, 613). – 2) der Erzeugte, Sohn, Soph. O. R. 470; Eur. Ion. 916. – Als adj. = [[γενέθλιος]]; θεοί, Stammgötter, Urheber des Geschlechts, Aesch. Suppl. 77; Eur. Ion. 1149. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''γενέτης''': -ου, ὁ, ὁ γεννήσας, [[πατήρ]], [[πρόγονος]], Εὐρ. Ὀρ. 1011, Συλλ. Ἐπιγρ. 765, κ ἀλλ.· κατὰ πληθ., γονεῖς, [[αὐτόθι]] 1212· - [[καθόλου]], δημιουργός, παραγωγός, [[ποιητής]] τινος, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 979. 4· πρβλ. Ἰακ. Α.II. σ. 48. 2) ὁ γεννηθείς, ὁ [[υἱός]], ὁ Διὸς γ. Σοφ. Ο. Τ. 472· ὁ ἐμὸς γ. Εὐρ. Ἴωνι 916· πρβλ. [[γενέτειρα]]. ΙΙ. ὠς ἐπίθ. = [[γενέθλιος]], Λατ. gentilis, π.χ. θεοὶ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 77, Εὐρ. Ἴωνι 1130· πρβλ. γεννήτης. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:41, 5 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A begetter, ancestor, E.Or.1011 (anap.), Call.Epigr. 23.2; father, IG3.1335, 12(7).115 (Amorgos); γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα, i.e. the tomb of my fathers, BMus.Inscr.2.179,al.: in pl., parents, IG4.682 (Hermione): generally, author, Epigr.Gr.979.4 (Philae). 2 son, ὁ Διὸς γ. S.OT472; ὁ ἐμὸς γ. E.Ion916 (lyr.). II as Adj., = γενέθλιος, θεοί A.Supp.77 (lyr.), E.Ion 1130. 2 produced, ὁ Νεῖλος θέρει γ. Olymp.in Mete.94.9.
German (Pape)
[Seite 482] ὁ, 1) der Erzeuger, Vater, Eur. Or. 1010 Tr. 1288 u. sp. D., wie Diogen. ep. (VII, 613). – 2) der Erzeugte, Sohn, Soph. O. R. 470; Eur. Ion. 916. – Als adj. = γενέθλιος; θεοί, Stammgötter, Urheber des Geschlechts, Aesch. Suppl. 77; Eur. Ion. 1149.
Greek (Liddell-Scott)
γενέτης: -ου, ὁ, ὁ γεννήσας, πατήρ, πρόγονος, Εὐρ. Ὀρ. 1011, Συλλ. Ἐπιγρ. 765, κ ἀλλ.· κατὰ πληθ., γονεῖς, αὐτόθι 1212· - καθόλου, δημιουργός, παραγωγός, ποιητής τινος, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 979. 4· πρβλ. Ἰακ. Α.II. σ. 48. 2) ὁ γεννηθείς, ὁ υἱός, ὁ Διὸς γ. Σοφ. Ο. Τ. 472· ὁ ἐμὸς γ. Εὐρ. Ἴωνι 916· πρβλ. γενέτειρα. ΙΙ. ὠς ἐπίθ. = γενέθλιος, Λατ. gentilis, π.χ. θεοὶ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 77, Εὐρ. Ἴωνι 1130· πρβλ. γεννήτης.