μιμαίκυλον: Difference between revisions

From LSJ

Οὗτος Ἰουστῖνον καὶ Νεοβιγάστην στρατηγοὺς προβαλόμενος, καὶ τὰς Βρεττανίας ἐάσας, περαιοῦται ἅμα τῶν αὐτοῦ ἐπὶ Βονωνίαν → He appointed Justinus and Neovigastes as generals, and leaving Britain, crossed with his forces to Bononia.(Olympiodorus/Photius)

Source
(13_3)
(6_22)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0186.png Seite 186]] τό, die eßbare Frucht des Erdbeerbaumes, Theophr. u. com. bei Ath. II, 50 e, wird auch μιμάκυλον u. μαιμάκυλον geschrieben, u. Poll. 7, 144 μεμαίκυλα.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0186.png Seite 186]] τό, die eßbare Frucht des Erdbeerbaumes, Theophr. u. com. bei Ath. II, 50 e, wird auch μιμάκυλον u. μαιμάκυλον geschrieben, u. Poll. 7, 144 μεμαίκυλα.
}}
{{ls
|lstext='''μῐμαίκῠλον''': τό, ὁ [[καρπὸς]] τῆς κομάρου, Κράτης ἐν Ἀδήλ. 4, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6, Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 3, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 8, 2· ἀλλὰ [[μεμαίκυλον]], ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 16, 4, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 144· [[ὡσαύτως]] μεμαίκυλος, Παῦλ. Αἰγ. 247. 12 (ὡς ἀπαιτεῖ ἡ [[σειρά]])· μιμάκυλος, Ἡσύχ.
}}
}}

Revision as of 11:43, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῐμαίκῠλον Medium diacritics: μιμαίκυλον Low diacritics: μιμαίκυλον Capitals: ΜΙΜΑΙΚΥΛΟΝ
Transliteration A: mimaíkylon Transliteration B: mimaikylon Transliteration C: mimaikylon Beta Code: mimai/kulon

English (LSJ)

τό,

   A fruit of κόμαρος, Crates Com.40, Amphis 38, Theopomp.Com.67, Thphr.CP2.8.2, Scyl.108, Porph.Abst.2.7; but μεμαίκυλον, Thphr.HP3.16.4, Poll.7.144, Gal.6.621:—also μεμαίκυλος, ἡ, ibid.; μιμάκυλος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 186] τό, die eßbare Frucht des Erdbeerbaumes, Theophr. u. com. bei Ath. II, 50 e, wird auch μιμάκυλον u. μαιμάκυλον geschrieben, u. Poll. 7, 144 μεμαίκυλα.

Greek (Liddell-Scott)

μῐμαίκῠλον: τό, ὁ καρπὸς τῆς κομάρου, Κράτης ἐν Ἀδήλ. 4, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6, Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 3, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 8, 2· ἀλλὰ μεμαίκυλον, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 16, 4, Πολυδ. Ζ΄, 144· ὡσαύτως μεμαίκυλος, Παῦλ. Αἰγ. 247. 12 (ὡς ἀπαιτεῖ ἡ σειρά)· μιμάκυλος, Ἡσύχ.