πέπερι: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(6_22) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πέπερῐ''': τό, τὸ [[δένδρον]] «πεπεριά», Λατ. piper, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 18, κτλ.˙ - γεν. πεπέρεως, Πλουτ. Σύλλ. 13, Ἀθήν. 381Β˙ πεπέριος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 20, 2˙ καὶ ὁ Ἀριστ. σημειοῦται [[πέπερι]], [[μέλι]], [[κόμμι]], ὡς τὰ [[τρία]] ὀνόματα τὰ λήγοντα εἰς ι (Ποιητ. 21, 26)˙ ἀλλ’ ἕτεροι τύποι ὑποθέτουσιν ὀνομαστικὴν πέπερις, ὁ, δηλ. τοῦ πεπέριδος, Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 15Β, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke πεπέριδι Αἰλ. π. Ζ. 9. 48. πεπερίδων Ἀθήν. 376D πέπεριν Νικ. Ἀλεξιφ. 332, Θ 876˙ [[ὡσαύτως]] θηλ. αἱ πεπερίδες, τὰ πεπερόδενδρα, Φιλόστρ. 97, πρβλ. Φωτ. Βιβλ. 325. 6. | |lstext='''πέπερῐ''': τό, τὸ [[δένδρον]] «πεπεριά», Λατ. piper, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 18, κτλ.˙ - γεν. πεπέρεως, Πλουτ. Σύλλ. 13, Ἀθήν. 381Β˙ πεπέριος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 20, 2˙ καὶ ὁ Ἀριστ. σημειοῦται [[πέπερι]], [[μέλι]], [[κόμμι]], ὡς τὰ [[τρία]] ὀνόματα τὰ λήγοντα εἰς ι (Ποιητ. 21, 26)˙ ἀλλ’ ἕτεροι τύποι ὑποθέτουσιν ὀνομαστικὴν πέπερις, ὁ, δηλ. τοῦ πεπέριδος, Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 15Β, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke πεπέριδι Αἰλ. π. Ζ. 9. 48. πεπερίδων Ἀθήν. 376D πέπεριν Νικ. Ἀλεξιφ. 332, Θ 876˙ [[ὡσαύτως]] θηλ. αἱ πεπερίδες, τὰ πεπερόδενδρα, Φιλόστρ. 97, πρβλ. Φωτ. Βιβλ. 325. 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (τό) :<br />poivre.<br /><i><b>Étym.</b> pers.</i> biber. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:33, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A pepper, Piper nigrum, Antiph.277, Arist.Po.1458a15, Dsc.2.159, etc.: gen. πεπέρεως Plu.Sull.13, Ath.9.381b ; πεπέριος Thphr.HP9.20.2 : pl., τὰ τρία πεπέρια Orib.Fr.67 : other forms imply nom. πέπερις, ὁ, gen. τοῦ πεπέριδος Eub.128 ; dat. πεπέριδι Ael.NA9.48 ; acc. πέπεριν Nic.Al.332, Th.876; gen. pl. πεπερίδων Ath.9.376d: also fem., αἱ πεπέριδες pepper-trees, Philostr.VA3.4. 2 π. πρόμηκες, μακρόν, long pepper, Piper officinarum, Thphr.HP9.20.1, Dsc. 2.159. (Gen. sg. πιπέρεως Stud.Pal.20.27.3 (ii/iii A. D.).)
German (Pape)
[Seite 560] εως u. εος, ion. ιος, τό (persisches Wort), der Pfeffer, Pfefferbaum, piper; Hippocr., Diosc. u. A.; der accus. πέπεριν, also wahrscheinlich masc., findet sich Nic. Al. 332 Ther. 876; vgl. aber πεπερίς; der gen. πεπέρεως Plut. Symp. 8, 9, 3 Sull. 13 Ath. IX, 381 b; τοῦ πεπέριος, Eubul. bei Ath. II, 66 d, wo v. l. πεπέριδος ist, was Mein. aufgenommen hat, da auch in Cram. Anecd. IV, 338, 10 diese Form aus Eubul. bemerkt ist; vielleicht ist damit der erwähnte accus. πέπεριν zu vereinigen.
Greek (Liddell-Scott)
πέπερῐ: τό, τὸ δένδρον «πεπεριά», Λατ. piper, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 18, κτλ.˙ - γεν. πεπέρεως, Πλουτ. Σύλλ. 13, Ἀθήν. 381Β˙ πεπέριος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 20, 2˙ καὶ ὁ Ἀριστ. σημειοῦται πέπερι, μέλι, κόμμι, ὡς τὰ τρία ὀνόματα τὰ λήγοντα εἰς ι (Ποιητ. 21, 26)˙ ἀλλ’ ἕτεροι τύποι ὑποθέτουσιν ὀνομαστικὴν πέπερις, ὁ, δηλ. τοῦ πεπέριδος, Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 15Β, ἔνθα ἴδε Meineke πεπέριδι Αἰλ. π. Ζ. 9. 48. πεπερίδων Ἀθήν. 376D πέπεριν Νικ. Ἀλεξιφ. 332, Θ 876˙ ὡσαύτως θηλ. αἱ πεπερίδες, τὰ πεπερόδενδρα, Φιλόστρ. 97, πρβλ. Φωτ. Βιβλ. 325. 6.
French (Bailly abrégé)
εως (τό) :
poivre.
Étym. pers. biber.