προεέργω: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(6_6) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προεέργω''': Ἐπικ. ἀντὶ [[προείργω]], [[ἐμποδίζω]] ἢ σταματῶ ἱστάμενος [[ἔμπροσθεν]], μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., πάντας δὲ προέεργε θοὰς ἐπὶ νῆας ὁδεύειν, «πάντας, φησί, τοὺς Τρῶας, ἐπὶ τὰς [[ναῦς]] ὁρμῶντας, [[Αἴας]] ἀντιτασσόμενος ἐκώλυεν» (Σχόλ.) Ἰλ. Λ. 569. | |lstext='''προεέργω''': Ἐπικ. ἀντὶ [[προείργω]], [[ἐμποδίζω]] ἢ σταματῶ ἱστάμενος [[ἔμπροσθεν]], μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., πάντας δὲ προέεργε θοὰς ἐπὶ νῆας ὁδεύειν, «πάντας, φησί, τοὺς Τρῶας, ἐπὶ τὰς [[ναῦς]] ὁρμῶντας, [[Αἴας]] ἀντιτασσόμενος ἐκώλυεν» (Σχόλ.) Ἰλ. Λ. 569. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=3ᵉ sg. <i>impf.</i> προέεργε;<br />empêcher : τινα ὁδεύειν IL qqn de s’avancer.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἐέργω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 9 August 2017
English (LSJ)
Ep. for Προείργω,
A hinder or stop by standing before, c.acc. et inf., πάντας προέεργε ὁδεύειν Il.11.569.
German (Pape)
[Seite 718] ep. statt προείργω, vorher abhalten, hindern, πάντας δὲ προέεργε θοὰς ἐπὶ νῆας ὁδεύειν, Il. 11, 569.
Greek (Liddell-Scott)
προεέργω: Ἐπικ. ἀντὶ προείργω, ἐμποδίζω ἢ σταματῶ ἱστάμενος ἔμπροσθεν, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., πάντας δὲ προέεργε θοὰς ἐπὶ νῆας ὁδεύειν, «πάντας, φησί, τοὺς Τρῶας, ἐπὶ τὰς ναῦς ὁρμῶντας, Αἴας ἀντιτασσόμενος ἐκώλυεν» (Σχόλ.) Ἰλ. Λ. 569.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. impf. προέεργε;
empêcher : τινα ὁδεύειν IL qqn de s’avancer.
Étymologie: πρό, ἐέργω.