ἀβακής: Difference between revisions
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀβᾰκής''': -ές, ([[βάζω]]) [[ἄφωνος]], Λατ. infans: [[ὅθεν]] [[παιδαριώδης]], ἢ [[παιδικός]], [[ἀθῷος]]· φρὴν Σαπφ. 77 ([[ὅπου]] τὸ Μ. Ἐτυμ. ἔχει αἰτιατ. ἀβάκην)· ἐπίρρ. -κέως. Ἐτυμ. Μ. ― Ὁ Ἡσύχ. ἔχει καὶ [[ἀβακήμων]]· καὶ [[ἄβαξ]] δὲ μνημονεύεται παρ’ Εὐσταθίῳ 1494. 64. | |lstext='''ἀβᾰκής''': -ές, ([[βάζω]]) [[ἄφωνος]], Λατ. infans: [[ὅθεν]] [[παιδαριώδης]], ἢ [[παιδικός]], [[ἀθῷος]]· φρὴν Σαπφ. 77 ([[ὅπου]] τὸ Μ. Ἐτυμ. ἔχει αἰτιατ. ἀβάκην)· ἐπίρρ. -κέως. Ἐτυμ. Μ. ― Ὁ Ἡσύχ. ἔχει καὶ [[ἀβακήμων]]· καὶ [[ἄβαξ]] δὲ μνημονεύεται παρ’ Εὐσταθίῳ 1494. 64. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />muet <i>ou</i> qui ne parle pas ; simple, naïf, innocent.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[βάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:22, 9 August 2017
English (LSJ)
ές, (βάζω)
A speechless: hence, calm, gentle, ἀβάκην (Aeol. acc.) τὰν φρέν' ἔχω Sapph.72. Adv. -κέως, εὕδοντι Poet. ap. EM2.57:—also ἀβακήμων Hsch., ἄβαξ Lex.Rhet.ap.Eust.1494.64.
German (Pape)
[Seite 2] ές (βάζω), sprachlos, wie ein junges Kind, das noch uicht sprechen kann, kindlid, φρήν Sapph. frg. 23. – Adv. ἀβακέως, wird BA. 323 ἀσυνέτως erklärt.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβᾰκής: -ές, (βάζω) ἄφωνος, Λατ. infans: ὅθεν παιδαριώδης, ἢ παιδικός, ἀθῷος· φρὴν Σαπφ. 77 (ὅπου τὸ Μ. Ἐτυμ. ἔχει αἰτιατ. ἀβάκην)· ἐπίρρ. -κέως. Ἐτυμ. Μ. ― Ὁ Ἡσύχ. ἔχει καὶ ἀβακήμων· καὶ ἄβαξ δὲ μνημονεύεται παρ’ Εὐσταθίῳ 1494. 64.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
muet ou qui ne parle pas ; simple, naïf, innocent.
Étymologie: ἀ, βάζω.