διερέσσω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διερέσσω''': μέλλ. -ερέσω, ἀόρ. -ήρεσα, ποιητ. -ήρεσσα· - κωπηλατῶ κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, χερσὶ δ., κολυμβῶ Ὀδ. Μ. 444. Ξ. 351. 2) μετ᾽ αἰτιατ., δ. τὰς χέρας, κινῶ αὐτὰς κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, Εὐρ. Τρῳ. 1258.
|lstext='''διερέσσω''': μέλλ. -ερέσω, ἀόρ. -ήρεσα, ποιητ. -ήρεσσα· - κωπηλατῶ κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, χερσὶ δ., κολυμβῶ Ὀδ. Μ. 444. Ξ. 351. 2) μετ᾽ αἰτιατ., δ. τὰς χέρας, κινῶ αὐτὰς κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, Εὐρ. Τρῳ. 1258.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> ramer à travers;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> agiter comme des rames.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐρέσσω]].
}}
}}

Revision as of 19:23, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διερέσσω Medium diacritics: διερέσσω Low diacritics: διερέσσω Capitals: ΔΙΕΡΕΣΣΩ
Transliteration A: dieréssō Transliteration B: dieressō Transliteration C: dieresso Beta Code: diere/ssw

English (LSJ)

aor. -ήρεσα, poet.

   A -ήρεσσα Od.14.351:—row about, χερσὶ δ. to swim, 12.444, 14.351.    2 c. acc., δ. χέρας wave them about, E.Tr.1258 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

διερέσσω: μέλλ. -ερέσω, ἀόρ. -ήρεσα, ποιητ. -ήρεσσα· - κωπηλατῶ κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, χερσὶ δ., κολυμβῶ Ὀδ. Μ. 444. Ξ. 351. 2) μετ᾽ αἰτιατ., δ. τὰς χέρας, κινῶ αὐτὰς κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, Εὐρ. Τρῳ. 1258.

French (Bailly abrégé)

1 ramer à travers;
2 tr. agiter comme des rames.
Étymologie: διά, ἐρέσσω.