ἐπιβόησις: Difference between revisions
From LSJ
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιβόησις''': -εως, ἡ, [[ἐπιφώνησις]], Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. κ. 7. 3· δεχόμενος αὐτῶν τοὺς κρότους καὶ ἐπιβοήσεις Πλουτ. Ἄρατ. 23. | |lstext='''ἐπιβόησις''': -εως, ἡ, [[ἐπιφώνησις]], Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. κ. 7. 3· δεχόμενος αὐτῶν τοὺς κρότους καὶ ἐπιβοήσεις Πλουτ. Ἄρατ. 23. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />acclamation, clameur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιβοάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:23, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A applause, D.H.Rh.7.3: pl., J.Vit.48, Plu.Arat. 23, D.Chr.40.29, M.Ant.1.16, Charito 6.2. 2. shouting, Str.10.3.15.
German (Pape)
[Seite 929] ἡ, das Zurufen, Beifallbezeigen, καὶ κρότοι, Plut. Arat. 23 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβόησις: -εως, ἡ, ἐπιφώνησις, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. κ. 7. 3· δεχόμενος αὐτῶν τοὺς κρότους καὶ ἐπιβοήσεις Πλουτ. Ἄρατ. 23.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
acclamation, clameur.
Étymologie: ἐπιβοάω.