πυρέσσω: Difference between revisions
γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead
(6_8) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πυρέσσω''': Εὐρ. Κύκλ. 228· Ἀττικ. -ττω, Ἀριστοφ. Σφ. 813, Πλάτ.· - μέλλ. πυρέξω Ἱππ. 589. 55· - ἀόρ. ἐπύρεξα ὁ αὐτ. 42. 14., 1093F, 1131G (ὁ [[τύπος]] ἐπύρεσα [[αὐτόθι]] 1146F, κτλ., διορθοῦται νῦν ἐκ τῶν Ἀντιγράφων), Ἀριστ. Φυσ. 5. 4, 10· - πρκμ. πεπύρεχα ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 11. 12. - Παθητ., πρκμ. πεπύρεγμαι Γαλην.· ([[πυρετός]]). Ἔχων πυρετόν, πάσχων ἐκ πυρετοῦ, νοσῶ ἐκ πυρετοῦ, Ἱππ. 'Αφ. 1245, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστοφ. Σφ. 813, Αἰσχίν. 69. 43. | |lstext='''πυρέσσω''': Εὐρ. Κύκλ. 228· Ἀττικ. -ττω, Ἀριστοφ. Σφ. 813, Πλάτ.· - μέλλ. πυρέξω Ἱππ. 589. 55· - ἀόρ. ἐπύρεξα ὁ αὐτ. 42. 14., 1093F, 1131G (ὁ [[τύπος]] ἐπύρεσα [[αὐτόθι]] 1146F, κτλ., διορθοῦται νῦν ἐκ τῶν Ἀντιγράφων), Ἀριστ. Φυσ. 5. 4, 10· - πρκμ. πεπύρεχα ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 11. 12. - Παθητ., πρκμ. πεπύρεγμαι Γαλην.· ([[πυρετός]]). Ἔχων πυρετόν, πάσχων ἐκ πυρετοῦ, νοσῶ ἐκ πυρετοῦ, Ἱππ. 'Αφ. 1245, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστοφ. Σφ. 813, Αἰσχίν. 69. 43. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> πυρέξω, <i>ao.</i> ἐπύρεξα, <i>pf.</i> πεπύρεχα, <i>pf. Pass.</i> πεπύρεγμαι;<br />avoir la fièvre.<br />'''Étymologie:''' [[πυρετός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 9 August 2017
English (LSJ)
E.Cyc.228; Att. πυρέττω Ar.V.813, Pl.Tht.178c: fut.
A πυρέξω Hp.Mul.1.2: aor. ἐπύρεξα Id.Prog.16, Epid.3.17.ά, 4.26, al., Arist.Ph.228a28: pf. πεπύρεχα Id.Pr.901b10, M.Ant.8.15:—Pass., pf. πεπύρεγμαι Gal.4.447: (πυρετός):—to be feverish, fall ill of a fever, Hp.Aph.2.28, E. l.c., Ar.V.813, Aeschin.3.115, Artem.4.30, Sallust.9.
German (Pape)
[Seite 821] att. -ττω, fiebern; Eur. Cycl. 227; Ar. Vesp. 813; Plat. Phil. 45 b; Folgde; aor. ἐπύρεξα u. ἐπύρεσα, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
πυρέσσω: Εὐρ. Κύκλ. 228· Ἀττικ. -ττω, Ἀριστοφ. Σφ. 813, Πλάτ.· - μέλλ. πυρέξω Ἱππ. 589. 55· - ἀόρ. ἐπύρεξα ὁ αὐτ. 42. 14., 1093F, 1131G (ὁ τύπος ἐπύρεσα αὐτόθι 1146F, κτλ., διορθοῦται νῦν ἐκ τῶν Ἀντιγράφων), Ἀριστ. Φυσ. 5. 4, 10· - πρκμ. πεπύρεχα ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 11. 12. - Παθητ., πρκμ. πεπύρεγμαι Γαλην.· (πυρετός). Ἔχων πυρετόν, πάσχων ἐκ πυρετοῦ, νοσῶ ἐκ πυρετοῦ, Ἱππ. 'Αφ. 1245, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστοφ. Σφ. 813, Αἰσχίν. 69. 43.
French (Bailly abrégé)
f. πυρέξω, ao. ἐπύρεξα, pf. πεπύρεχα, pf. Pass. πεπύρεγμαι;
avoir la fièvre.
Étymologie: πυρετός.