καταρρακόω: Difference between revisions
From LSJ
(6_2) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταρρᾰκόω''': [[κατακόπτω]], [[σχίζω]], εἰς ῥάκη, κατακουρελιάζω, μετοχ. παθ. Πρκμ. κατερρακωμένος, ὡς ῥάκη τὰς σάρκας ξεσχισμένας καὶ κρεμαμένας ἔχων, [[ἄναρθρος]] κ. Σοφ. Τρ. 1103. | |lstext='''καταρρᾰκόω''': [[κατακόπτω]], [[σχίζω]], εἰς ῥάκη, κατακουρελιάζω, μετοχ. παθ. Πρκμ. κατερρακωμένος, ὡς ῥάκη τὰς σάρκας ξεσχισμένας καὶ κρεμαμένας ἔχων, [[ἄναρθρος]] κ. Σοφ. Τρ. 1103. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />mettre en lambeaux, déchirer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ῥακόω]]. | |||
}} | }} |