προσρέω: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσρέω''': (ἴδε ῥέω) ῥέω [[πρός]] τι [[σημεῖον]], «χύνομαι», συναθροίζομαι, Ἡρόδ. 1. 62· - [[ἕρπω]] [[πρός]], [[πλησιάζω]] [[πρός]]..., τῇ τραπέζῃ Πλούτ. 2. 760Α· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ὁρμῶ [[πρός]]..., προσρυεὶς αὐτῷ ὁ αὐτ. ἐν Βρούτ. 16, πρβλ. Λουκ. Ἔρωτας 8, Φιλόστρ. 622. - Καθ’ Ἡσύχ.: «(προσρέουσι)· προσέρχονται» καὶ «προσρυέντων· προσελθόντων». | |lstext='''προσρέω''': (ἴδε ῥέω) ῥέω [[πρός]] τι [[σημεῖον]], «χύνομαι», συναθροίζομαι, Ἡρόδ. 1. 62· - [[ἕρπω]] [[πρός]], [[πλησιάζω]] [[πρός]]..., τῇ τραπέζῃ Πλούτ. 2. 760Α· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ὁρμῶ [[πρός]]..., προσρυεὶς αὐτῷ ὁ αὐτ. ἐν Βρούτ. 16, πρβλ. Λουκ. Ἔρωτας 8, Φιλόστρ. 622. - Καθ’ Ἡσύχ.: «(προσρέουσι)· προσέρχονται» καὶ «προσρυέντων· προσελθόντων». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=couler vers, <i>d’où</i><br /><b>1</b> affluer;<br /><b>2</b> se glisser vers, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ῥέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:25, 9 August 2017
English (LSJ)
aor. Pass. προσερρύην (v. infr.),
A flow towards a point, stream in, assemble, Hdt.1.62; steal or creep towards, τινὸς προσρυέντος τῇ τραπέζῃ Plu.2.760a; also, rush up to, αὐτῷ προσρυεις Id.Brut.16, cf. Parth.7.1, Luc.Am.8, Philostr.VS2.30. II Med., ὅταν γυνὴ κύουσα προσρέηται has losses, Hp.Superf.42.
German (Pape)
[Seite 779] (s. ῥέω), hinzufließen, Sp. – Auch von einer Menschenmenge, zusammenströmen, -kommen, Her. 1, 62; von einem Einzelnen, τῶν οἰκετῶν τινος προσρυέντος ἔξωθεν τῇ τραπέζῃ, Plut. amator. 16, da er gegen den Tisch lief; auch zufließen, zukommen, zu Theil werden, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσρέω: (ἴδε ῥέω) ῥέω πρός τι σημεῖον, «χύνομαι», συναθροίζομαι, Ἡρόδ. 1. 62· - ἕρπω πρός, πλησιάζω πρός..., τῇ τραπέζῃ Πλούτ. 2. 760Α· ἀλλ’ ὡσαύτως, ὁρμῶ πρός..., προσρυεὶς αὐτῷ ὁ αὐτ. ἐν Βρούτ. 16, πρβλ. Λουκ. Ἔρωτας 8, Φιλόστρ. 622. - Καθ’ Ἡσύχ.: «(προσρέουσι)· προσέρχονται» καὶ «προσρυέντων· προσελθόντων».
French (Bailly abrégé)
couler vers, d’où
1 affluer;
2 se glisser vers, τινι.
Étymologie: πρός, ῥέω.