χιονοθρέμμων: Difference between revisions
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
(6_16) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χιονοθρέμμων''': -ον, γεν. ονος, ὁ τρέφων χιόνα, περιβεβλημένος χιόνα, Ἴδη Εὐρ. Ἑλ. 1323· ὡς τὸ [[χιονοβοσκός]], [[χιονοτρόφος]]. | |lstext='''χιονοθρέμμων''': -ον, γεν. ονος, ὁ τρέφων χιόνα, περιβεβλημένος χιόνα, Ἴδη Εὐρ. Ἑλ. 1323· ὡς τὸ [[χιονοβοσκός]], [[χιονοτρόφος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui nourrit <i>ou</i> entretient la neige.<br />'''Étymologie:''' [[χιών]], [[θρέμμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:25, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, gen. -ονος,
A fostering snow, snow-clad, σκοπιαί E.Hel.1323 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1356] ονος, Schnee nährend, hegend (mit Schnee bedeckt), σκοπιαί Eur. Hel. 1339.
Greek (Liddell-Scott)
χιονοθρέμμων: -ον, γεν. ονος, ὁ τρέφων χιόνα, περιβεβλημένος χιόνα, Ἴδη Εὐρ. Ἑλ. 1323· ὡς τὸ χιονοβοσκός, χιονοτρόφος.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui nourrit ou entretient la neige.
Étymologie: χιών, θρέμμα.