θειώδης: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(6_7) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θειώδης''': -ες, ([[θεῖον]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[θεῖον]], Λατ. sulfurous, μέταλλα Παῦλ. Σιλ. Θερμ. 20, Γαλην. | |lstext='''θειώδης''': -ες, ([[θεῖον]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[θεῖον]], Λατ. sulfurous, μέταλλα Παῦλ. Σιλ. Θερμ. 20, Γαλην. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ης, ες :<br />sulfureux.<br />'''Étymologie:''' [[θεῖον]]², -ωδης. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:25, 9 August 2017
English (LSJ)
(A), ες, (θεῖον A)
A sulphureous, of waters, etc., Anon.Lond. 24.45, Antyll. ap. Orib.10.2.3, Archig. ap. Aët.3.167, Phlp.in Mete.7.5; ὀδμή Str.1.3.18. 2 of colour, yellow, θώρακες Apoc.9.17.
θειώδης (B), ες, (θεῖος A)
A divine. Adv. -δως by Imperial decree, PMasp.451.42,56 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 1192] ες, 1) schwefelartig, -farbig, μέταλλα, Paul. Sil. Therm. pyth. 20 u. a. Sp. – 2) göttlich, Sp., auch adv.
Greek (Liddell-Scott)
θειώδης: -ες, (θεῖον) ὅμοιος πρὸς θεῖον, Λατ. sulfurous, μέταλλα Παῦλ. Σιλ. Θερμ. 20, Γαλην.
French (Bailly abrégé)
1ης, ες :
sulfureux.
Étymologie: θεῖον², -ωδης.