κατακρώζω: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατακρώζω''': φωνάζω δυνατὰ ὡς οἱ κόρακες, διὰ τῶν κρωγμῶν [[καταβάλλω]] ἢ ἐνοχλῶ, μίσει σφε κατ. κολοιοὶ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1020· καὶ [[μετὰ]] γεν., [[μήποτε]] κατακρώξωσιν [[αὐτοῦ]] ψόφοι Εὐστ. | |lstext='''κατακρώζω''': φωνάζω δυνατὰ ὡς οἱ κόρακες, διὰ τῶν κρωγμῶν [[καταβάλλω]] ἢ ἐνοχλῶ, μίσει σφε κατ. κολοιοὶ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1020· καὶ [[μετὰ]] γεν., [[μήποτε]] κατακρώξωσιν [[αὐτοῦ]] ψόφοι Εὐστ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=croasser contre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κρώζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:26, 9 August 2017
English (LSJ)
A croak at, croak down, like jackdaws, μίσει σφε κ. κολοιοί Ar.Eq.1020.
German (Pape)
[Seite 1357] (s. κρώζω), gegen Einen ankrächzen; πολλοὶ γὰρ μίσει σφε κατακρώζουσι κολοιοί Ar. Equ. 1020; auch τινός, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
κατακρώζω: φωνάζω δυνατὰ ὡς οἱ κόρακες, διὰ τῶν κρωγμῶν καταβάλλω ἢ ἐνοχλῶ, μίσει σφε κατ. κολοιοὶ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1020· καὶ μετὰ γεν., μήποτε κατακρώξωσιν αὐτοῦ ψόφοι Εὐστ.