ἐργαλεῖον: Difference between revisions
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
(6_12) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐργᾰλεῖον''': Ἰων. -ήιον, τό, ([[ἔργον]]), [[ἐργαλεῖον]], [[ὄργανον]], Ἡρόδ. 3. 131. Θουκ. 6. 44, Πλάτ. Πολιτικ. 281C, κλ. -Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ἐργαλεῖον]]· [[ἐργαστήριον]] παρὰ Ταραντίνοις». | |lstext='''ἐργᾰλεῖον''': Ἰων. -ήιον, τό, ([[ἔργον]]), [[ἐργαλεῖον]], [[ὄργανον]], Ἡρόδ. 3. 131. Θουκ. 6. 44, Πλάτ. Πολιτικ. 281C, κλ. -Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ἐργαλεῖον]]· [[ἐργαστήριον]] παρὰ Ταραντίνοις». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />instrument de travail, outil.<br />'''Étymologie:''' [[ἔργον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:26, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. ἐργᾰλ-ήϊον, Cret. ϝεργαλεῖον Schwyzer 180, τό
A, (ἔργον) tool, instrument, Hdt.3.131, Th.6.44, Pl.Plt.281c, etc.
German (Pape)
[Seite 1019] τό, ion. ἐργαλήϊον, das Werkzeug; Her. 3, 131; ἐργαλεῖα ἑτοίμαζον εἰς τὸν ἐπιτειχισμόν Thuc. 7, 18; Plat. Polit. 281 c u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ἐργᾰλεῖον: Ἰων. -ήιον, τό, (ἔργον), ἐργαλεῖον, ὄργανον, Ἡρόδ. 3. 131. Θουκ. 6. 44, Πλάτ. Πολιτικ. 281C, κλ. -Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐργαλεῖον· ἐργαστήριον παρὰ Ταραντίνοις».
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
instrument de travail, outil.
Étymologie: ἔργον.