ἀβέλτερος: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀβέλτερος''': -α, -ον, (Πλατ. Φιλ. 48, C), [[μηδαμινός]], [[ἀνόητος]], [[μωρός]], [[βλάξ]]. Ἀριστοφ. Νεφ. 1201. Ἀντιφ., κτλ. ― «[[πρός]] τι Ἀναξανδρ. ἐν «κανηφόρῳ», 1. ἀβ. τι παθεῖν Δημ. 449, 26: ― ὑπερθ. -ώτατος Ἀριστοφ.. Βατρ. 989. περὶ Μαργίτου Ὑπερείδ. Λυκ. 6. Ἐπίρρ. -ρως Πλουτ. 2, 531C.
|lstext='''ἀβέλτερος''': -α, -ον, (Πλατ. Φιλ. 48, C), [[μηδαμινός]], [[ἀνόητος]], [[μωρός]], [[βλάξ]]. Ἀριστοφ. Νεφ. 1201. Ἀντιφ., κτλ. ― «[[πρός]] τι Ἀναξανδρ. ἐν «κανηφόρῳ», 1. ἀβ. τι παθεῖν Δημ. 449, 26: ― ὑπερθ. -ώτατος Ἀριστοφ.. Βατρ. 989. περὶ Μαργίτου Ὑπερείδ. Λυκ. 6. Ἐπίρρ. -ρως Πλουτ. 2, 531C.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />sot, stupide.<br />'''Étymologie:''' DELG formation plaisante et familière sur [[βέλτερος]], avec ἀ augmentatif : « vraiment trop bon » (ironique).<br /><i><b>Ant.</b></i> [[ἔμφρων]].
}}
}}

Revision as of 19:28, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀβέλτερος Medium diacritics: ἀβέλτερος Low diacritics: αβέλτερος Capitals: ΑΒΕΛΤΕΡΟΣ
Transliteration A: abélteros Transliteration B: abelteros Transliteration C: avelteros Beta Code: a)be/lteros

English (LSJ)

ον, (α, ον Pl.Phlb.48c)

   A silly, stupid, Ar.Nu.1201, Antiph. 324, Pl.R.409c, etc.; δόξαι Polystr.p.29W.; πρός τι Anaxandr.21; ἀ. τι παθεῖν D.19.338: c. inf., ἀ. ἀντιτείνειν Hierocl. in CA10p.434M.: irreg. Comp. ἀβελτερέστερος (s.v.l.) Gal.18(2).337: Sup. -ώτατος Ar.Ra.989; of Margites, Hyp.Lyc.7. Adv. -ρως Polystr. l.c., Plu. 2.127e. (Comic formation, cf. βέλτερος.)

German (Pape)

[Seite 3] α, ον (das fem. ἀβελτέραν ἕξιν Plat. Phil. 48 c, neben ἄγνοιαν), einfältig, Ar. Nub. 1183, schol. ἀνόητος, ἀπαίδευτος, und a. com., z. B. Ggstz von ἔμφρωνAlex. Ath. XII, 562 b; πρὸς τὰ θεῖα Anaxandr. Stob. ecl. phys. 2, 1; superlat. Arist. Ran. 999; Dem. 9, 14. – Adv. Plut. de san. tu. p. 385.

Greek (Liddell-Scott)

ἀβέλτερος: -α, -ον, (Πλατ. Φιλ. 48, C), μηδαμινός, ἀνόητος, μωρός, βλάξ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1201. Ἀντιφ., κτλ. ― «πρός τι Ἀναξανδρ. ἐν «κανηφόρῳ», 1. ἀβ. τι παθεῖν Δημ. 449, 26: ― ὑπερθ. -ώτατος Ἀριστοφ.. Βατρ. 989. περὶ Μαργίτου Ὑπερείδ. Λυκ. 6. Ἐπίρρ. -ρως Πλουτ. 2, 531C.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
sot, stupide.
Étymologie: DELG formation plaisante et familière sur βέλτερος, avec ἀ augmentatif : « vraiment trop bon » (ironique).
Ant. ἔμφρων.