προπροκυλίνδομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προπροκῠλίνδομαι''': Παθ., ἐξακολουθῶ νὰ κυλίωμαι ἔμπροσθέν τινος (ὡς [[ἱκέτης]]), κυλίομαι παρὰ τοὺς πόδας τινός, [[προσπίπτω]] καὶ [[ἱκετεύω]] τινά, [[μετὰ]] γεν., προπροκυλινδόμενος πατρὸς Διὸς Ἰλ. Χ. 221· οὕτω καί, δεῦρ’ ἵκετο πήματα πάσχων πρ. Ὀδ. Ρ. 525, κατὰ τὸν Εὐστ.· ἀλλ’ ἕτεροι σχολιασταί, [[ἐπειδὴ]] ὁ Ὀδυσσεὺς [[οὐδέποτε]] [[οὕτως]] ἐταπείνωσεν ἑαυτόν, ἑρμηνεύουσι «πλανώμενος, [[μετὰ]] κακοπαθείας ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν φερόμενος».
|lstext='''προπροκῠλίνδομαι''': Παθ., ἐξακολουθῶ νὰ κυλίωμαι ἔμπροσθέν τινος (ὡς [[ἱκέτης]]), κυλίομαι παρὰ τοὺς πόδας τινός, [[προσπίπτω]] καὶ [[ἱκετεύω]] τινά, [[μετὰ]] γεν., προπροκυλινδόμενος πατρὸς Διὸς Ἰλ. Χ. 221· οὕτω καί, δεῦρ’ ἵκετο πήματα πάσχων πρ. Ὀδ. Ρ. 525, κατὰ τὸν Εὐστ.· ἀλλ’ ἕτεροι σχολιασταί, [[ἐπειδὴ]] ὁ Ὀδυσσεὺς [[οὐδέποτε]] [[οὕτως]] ἐταπείνωσεν ἑαυτόν, ἑρμηνεύουσι «πλανώμενος, [[μετὰ]] κακοπαθείας ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν φερόμενος».
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[προκυλίνδομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:28, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπροκῠλίνδομαι Medium diacritics: προπροκυλίνδομαι Low diacritics: προπροκυλίνδομαι Capitals: ΠΡΟΠΡΟΚΥΛΙΝΔΟΜΑΙ
Transliteration A: proprokylíndomai Transliteration B: proprokylindomai Transliteration C: proprokylindomai Beta Code: proprokuli/ndomai

English (LSJ)

Pass.,

   A keep rolling before another(as a suppliant), roll at his feet, c. gen., προπροκυλινδόμενος πατρὸς Διός Il.22.221; δεῦρο τόδ' ἵκετο πήματα πάσχων π. wandering from place to place, Od.17.525.

German (Pape)

[Seite 741] das verstärkte προκυλίνδομαι, pass.; sich winden, τινός, sich vor Jemandes Füßen flehend wälzen, Il. 22, 221; sich fort u. fort in bedrängter Lage umhertreiben, umherirren, Od. 17, 525, einzeln bei sp. D., wie Opp. Hal. 1, 167.

Greek (Liddell-Scott)

προπροκῠλίνδομαι: Παθ., ἐξακολουθῶ νὰ κυλίωμαι ἔμπροσθέν τινος (ὡς ἱκέτης), κυλίομαι παρὰ τοὺς πόδας τινός, προσπίπτω καὶ ἱκετεύω τινά, μετὰ γεν., προπροκυλινδόμενος πατρὸς Διὸς Ἰλ. Χ. 221· οὕτω καί, δεῦρ’ ἵκετο πήματα πάσχων πρ. Ὀδ. Ρ. 525, κατὰ τὸν Εὐστ.· ἀλλ’ ἕτεροι σχολιασταί, ἐπειδὴ ὁ Ὀδυσσεὺς οὐδέποτε οὕτως ἐταπείνωσεν ἑαυτόν, ἑρμηνεύουσι «πλανώμενος, μετὰ κακοπαθείας ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν φερόμενος».

French (Bailly abrégé)

c. προκυλίνδομαι.