πλεοναχός: Difference between revisions

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλεονᾰχός''': -όν, πολλαπλοῦς, [[παντοῖος]], κατὰ πλεοναχὸν τρόπον Διογ. Λ. 10. 87· τοῦ πλεοναχοῦ τρόπου [[αὐτόθι]], 95· ― ἀλλαχοῦ ἐν χρήσει μόνον ὡς ἐπίρρ. πλεοναχῶς, κατὰ πολλοὺς τρόπους, Ἀριστ. π. Ἀναλυτ. Ὑστ. 1. 33, 6, Ἠθ. Ν. 4. 4, 4., 5, 1. 6, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 78, 80, κτλ.
|lstext='''πλεονᾰχός''': -όν, πολλαπλοῦς, [[παντοῖος]], κατὰ πλεοναχὸν τρόπον Διογ. Λ. 10. 87· τοῦ πλεοναχοῦ τρόπου [[αὐτόθι]], 95· ― ἀλλαχοῦ ἐν χρήσει μόνον ὡς ἐπίρρ. πλεοναχῶς, κατὰ πολλοὺς τρόπους, Ἀριστ. π. Ἀναλυτ. Ὑστ. 1. 33, 6, Ἠθ. Ν. 4. 4, 4., 5, 1. 6, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 78, 80, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />multiple.<br />'''Étymologie:''' [[πλέων]].
}}
}}

Revision as of 19:28, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλεονᾰχός Medium diacritics: πλεοναχός Low diacritics: πλεοναχός Capitals: ΠΛΕΟΝΑΧΟΣ
Transliteration A: pleonachós Transliteration B: pleonachos Transliteration C: pleonachos Beta Code: pleonaxo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A manifold, γενέσεως αἰτία Epicur.Ep.2p.36U.; κατὰ π. τρόπον ibid.; τοῦ π. τρόπου ib.p.41 U.; τὸ π. τὸ τῆς ῥητορικῆς diversity, Phld.Rh.1.50 S.:— elsewh. only Adv. πλεον-ᾰχῶς in various ways or senses, λέγεσθαι Arist. APo.89a28, EN1125b14, 1129a25, Epicur.Ep.1p.29U., al.; π. ἐτυμολογεῖν Str.10.3.8: also πλειοναχῶς, Iamb. Comm.Math.p.93 F.

German (Pape)

[Seite 630] mehrfach; Epicur. bei Diog. L. 10, 87. 95; adv., πλεοναχῶς, auf mehrere Arten, Epic. bei Diog. L. 10, 78. 80, Arist. part. an. 2. 2 u. öfter, topic. 1, 13 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

πλεονᾰχός: -όν, πολλαπλοῦς, παντοῖος, κατὰ πλεοναχὸν τρόπον Διογ. Λ. 10. 87· τοῦ πλεοναχοῦ τρόπου αὐτόθι, 95· ― ἀλλαχοῦ ἐν χρήσει μόνον ὡς ἐπίρρ. πλεοναχῶς, κατὰ πολλοὺς τρόπους, Ἀριστ. π. Ἀναλυτ. Ὑστ. 1. 33, 6, Ἠθ. Ν. 4. 4, 4., 5, 1. 6, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 78, 80, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
multiple.
Étymologie: πλέων.