κρησφύγετον: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρησφύγετον''': ῠ, τό, ([[φεύγω]]) [[τόπος]] καταφυγῆς, ὑποχωρήσεως, [[καταφύγιον]], Ἡρόδ. 5. 124., 8. 51, 9. 15, 96· ἀκολούθως παρὰ Διον. Ἁλ. 4. 15, Λουκ. Εὐνοῦχ. 10· ἀλλ᾿ οὐχὶ παρ᾿ Ἀττ. (Τὸ πρῶτον [[μέρος]] τῆς λέξεως, κρησ-, [[εἶναι]] ἄδηλον· ἀρχαῖοί τινες Γραμματικοὶ ἑρμηνεύουσι τὴν λέξιν ὡς σημαίνουσαν [[κυρίως]] καταφύγιον ἀπὸ Κρητὸς (Κρὴς) Μίνωος).
|lstext='''κρησφύγετον''': ῠ, τό, ([[φεύγω]]) [[τόπος]] καταφυγῆς, ὑποχωρήσεως, [[καταφύγιον]], Ἡρόδ. 5. 124., 8. 51, 9. 15, 96· ἀκολούθως παρὰ Διον. Ἁλ. 4. 15, Λουκ. Εὐνοῦχ. 10· ἀλλ᾿ οὐχὶ παρ᾿ Ἀττ. (Τὸ πρῶτον [[μέρος]] τῆς λέξεως, κρησ-, [[εἶναι]] ἄδηλον· ἀρχαῖοί τινες Γραμματικοὶ ἑρμηνεύουσι τὴν λέξιν ὡς σημαίνουσαν [[κυρίως]] καταφύγιον ἀπὸ Κρητὸς (Κρὴς) Μίνωος).
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />lieu de refuge, asile.<br />'''Étymologie:''' [[κράς]], [[φεύγω]].
}}
}}

Revision as of 19:28, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρησφύγετον Medium diacritics: κρησφύγετον Low diacritics: κρησφύγετον Capitals: ΚΡΗΣΦΥΓΕΤΟΝ
Transliteration A: krēsphýgeton Transliteration B: krēsphygeton Transliteration C: krisfygeton Beta Code: krhsfu/geton

English (LSJ)

[ῠ], τό, (φεύγω)

   A place of refuge, retreat, Hdt.5.124, al., D.H.4.15, Luc.Eun.10, al. (Etym. dub.; expld. by EM538.1 as refuge from the Cretan, i.e. Minos.)

Greek (Liddell-Scott)

κρησφύγετον: ῠ, τό, (φεύγω) τόπος καταφυγῆς, ὑποχωρήσεως, καταφύγιον, Ἡρόδ. 5. 124., 8. 51, 9. 15, 96· ἀκολούθως παρὰ Διον. Ἁλ. 4. 15, Λουκ. Εὐνοῦχ. 10· ἀλλ᾿ οὐχὶ παρ᾿ Ἀττ. (Τὸ πρῶτον μέρος τῆς λέξεως, κρησ-, εἶναι ἄδηλον· ἀρχαῖοί τινες Γραμματικοὶ ἑρμηνεύουσι τὴν λέξιν ὡς σημαίνουσαν κυρίως καταφύγιον ἀπὸ Κρητὸς (Κρὴς) Μίνωος).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu de refuge, asile.
Étymologie: κράς, φεύγω.