κωμῳδέω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κωμῳδέω''': [[παριστάνω]] ἐν κωμῳδίᾳ, [[ὅθεν]] [[ἐμπαίζω]], περιπαίζω, [[χλευάζω]], διακωμῳδῶ, [[σκώπτω]]., ἰδίως ἐπὶ τῶν ποιητῶν τῆς ἀρχαίας κωμῳδίας, (Meineke 1. 40, 527)· κωμῳδεῖ τὴν πόλιν ἡμῶν Ἀριστοφ. Ἀχ. 631, πρβλ. 655, Πλ. 557, Πλάτ. Πολ. 395Ε, 452D· κ. τοὺς τραγῳδοὺς Ἀριστ. Ποιητ. 22, 14. ― Παθ., διακωμῳδοῦμαι, χλευάζομαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1026, Βάτρ. 368· τὸ κοινὸν καὶ κεκωμῳδημένον, ἐπὶ τῶν παρασίτων, Ἄλεξ. ἐν «Κυβερνήτη» 1. 2· κεκωμῳδημένα, τὰ γενόμενα ὑποθέσεις κωμῳδίας, Πλάτ. Νόμ. 817D. 2) κωμῳδεῖν τὰ δίκαια = κωμῳδοῦντα εἰπεῖν τὰ δ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 655. 3) χλευαστικῶς [[παριστάνω]], γελοῖον ποιῶ τινα, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 13. 42. ΙΙ. εἶμαι [[κωμῳδός]], [[γράφω]] κωμῳδίας, κ. κωμῳδίας Λουκ. Ἁλ. 25.
|lstext='''κωμῳδέω''': [[παριστάνω]] ἐν κωμῳδίᾳ, [[ὅθεν]] [[ἐμπαίζω]], περιπαίζω, [[χλευάζω]], διακωμῳδῶ, [[σκώπτω]]., ἰδίως ἐπὶ τῶν ποιητῶν τῆς ἀρχαίας κωμῳδίας, (Meineke 1. 40, 527)· κωμῳδεῖ τὴν πόλιν ἡμῶν Ἀριστοφ. Ἀχ. 631, πρβλ. 655, Πλ. 557, Πλάτ. Πολ. 395Ε, 452D· κ. τοὺς τραγῳδοὺς Ἀριστ. Ποιητ. 22, 14. ― Παθ., διακωμῳδοῦμαι, χλευάζομαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1026, Βάτρ. 368· τὸ κοινὸν καὶ κεκωμῳδημένον, ἐπὶ τῶν παρασίτων, Ἄλεξ. ἐν «Κυβερνήτη» 1. 2· κεκωμῳδημένα, τὰ γενόμενα ὑποθέσεις κωμῳδίας, Πλάτ. Νόμ. 817D. 2) κωμῳδεῖν τὰ δίκαια = κωμῳδοῦντα εἰπεῖν τὰ δ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 655. 3) χλευαστικῶς [[παριστάνω]], γελοῖον ποιῶ τινα, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 13. 42. ΙΙ. εἶμαι [[κωμῳδός]], [[γράφω]] κωμῳδίας, κ. κωμῳδίας Λουκ. Ἁλ. 25.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> composer <i>ou</i> faire représenter une comédie;<br /><b>2</b> représenter <i>ou</i> exprimer dans une comédie <i>sans idée de moquerie ; ou avec idée de moquerie</i> railler, bafouer dans une comédie, acc., railler, bafouer <i>en gén. ; p. anal.</i> faire rire en contrefaisant qqn.<br />'''Étymologie:''' [[κωμῳδός]].
}}
}}