χρόμαδος: Difference between revisions

From LSJ

Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag

Menander, Monostichoi, 459
(6_15)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρόμαδος''': ὁ, ποιὸς [[ἦχος]], [[ψόφος]], δεινὸς δὲ [[χρόμαδος]] γενύων γένετ’, «ποιὸς [[ἦχος]] τοῦ χρωτὸς τῶν σιαγόνων» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 688. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ᾗς καὶ τὰ χρεμετίζω, χρέμπτομαι).
|lstext='''χρόμαδος''': ὁ, ποιὸς [[ἦχος]], [[ψόφος]], δεινὸς δὲ [[χρόμαδος]] γενύων γένετ’, «ποιὸς [[ἦχος]] τοῦ χρωτὸς τῶν σιαγόνων» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 688. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ᾗς καὶ τὰ χρεμετίζω, χρέμπτομαι).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />frémissement <i>ou</i> craquement.<br />'''Étymologie:''' cf. [[χρεμετίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:29, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρόμᾰδος Medium diacritics: χρόμαδος Low diacritics: χρόμαδος Capitals: ΧΡΟΜΑΔΟΣ
Transliteration A: chrómados Transliteration B: chromados Transliteration C: chromados Beta Code: xro/mados

English (LSJ)

ὁ,

   A crashing sound, χ. γενύων, in a pugilistic contest, Il. 23.688. (From the same Root as χρεμ-ετίζω, χρέμ-πτομαι.)

German (Pape)

[Seite 1377] ὁ, ein knirschendes, knarrendes Geräusch, Knirschen, γενύων Il. 23, 688; verwandt mit χρεμετίζω.

Greek (Liddell-Scott)

χρόμαδος: ὁ, ποιὸς ἦχος, ψόφος, δεινὸς δὲ χρόμαδος γενύων γένετ’, «ποιὸς ἦχος τοῦ χρωτὸς τῶν σιαγόνων» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 688. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ᾗς καὶ τὰ χρεμετίζω, χρέμπτομαι).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
frémissement ou craquement.
Étymologie: cf. χρεμετίζω.