ἀηδόνιος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀηδόνιος''': -ον, ὁ ἀνήκων εἰς ἀηδόνα, [[γόος]], [[νόμος]] ἀ., ὁ [[θρῆνος]] τῆς ἀηδόνος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 420, Ἀριστοφ. Βάτ. 684· πρβλ. [[ἀηδόνειος]]. | |lstext='''ἀηδόνιος''': -ον, ὁ ἀνήκων εἰς ἀηδόνα, [[γόος]], [[νόμος]] ἀ., ὁ [[θρῆνος]] τῆς ἀηδόνος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 420, Ἀριστοφ. Βάτ. 684· πρβλ. [[ἀηδόνειος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />de rossignol.<br />'''Étymologie:''' [[ἀηδών]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A of a nightingale, γόος, νόμος ἀ., A.Fr.291, Ar.Ra.684. 2 of sleep, light, Nicoch.4 D., cf. Nonn.D.5.411.
Greek (Liddell-Scott)
ἀηδόνιος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς ἀηδόνα, γόος, νόμος ἀ., ὁ θρῆνος τῆς ἀηδόνος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 420, Ἀριστοφ. Βάτ. 684· πρβλ. ἀηδόνειος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de rossignol.
Étymologie: ἀηδών.