ἀθλοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages

Source
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀθλοφόρος''': -ον, ὁ ἀποκομίζων τὸ [[βραβεῖον]], [[νικητής]], [[ἵππος]] Ἰλ. Ι. 124: ἄνδρες, Πινδ. Ο. 7. 13, κτλ. Ἰων. [[τύπος]] ἀεθλ-, Ἰλ. Χ. 22, Ἡρόδ. 1. 31. ΙΙ. ὁ διδοὺς ἢ παρέχων βραβεῖα, ἀγῶνες, Συλλ. Ἐπιγρ. 1582.
|lstext='''ἀθλοφόρος''': -ον, ὁ ἀποκομίζων τὸ [[βραβεῖον]], [[νικητής]], [[ἵππος]] Ἰλ. Ι. 124: ἄνδρες, Πινδ. Ο. 7. 13, κτλ. Ἰων. [[τύπος]] ἀεθλ-, Ἰλ. Χ. 22, Ἡρόδ. 1. 31. ΙΙ. ὁ διδοὺς ἢ παρέχων βραβεῖα, ἀγῶνες, Συλλ. Ἐπιγρ. 1582.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui remporte le prix de la lutte.<br />'''Étymologie:''' [[ἆθλον]], [[φέρω]].
}}
}}

Revision as of 19:30, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀθλοφόρος Medium diacritics: ἀθλοφόρος Low diacritics: αθλοφόρος Capitals: ΑΘΛΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: athlophóros Transliteration B: athlophoros Transliteration C: athloforos Beta Code: a)qlofo/ros

English (LSJ)

ον, Ep. and Lyr. ἀεθλ-,

   A bearing away the prize, victorious, ἵππος Il.9.124, 22.22, Ibyc.2, cf. Inscr.Olymp.166; ἄνδρες Pi. O.7.7, cf. Hdt.1.31, etc.; of martyrs, JRS10.47.    II prizegiving, ἀγῶνες IG7.530.3 (Tanagra).    III ἀθλοφόρος, ἡ, title of priestess at Alexandria, ἀ. Βερενίκης OGI90.5 (Canopus), PTeb.176 (circ. 200 B.C.), etc.

German (Pape)

[Seite 47] = ἀεθλοφόρος, den Kampfpreis davontragend, erringend, Hom. Iliad. 11, 699 τέσσαρςς ἀθλοφόροι ἵπποι, 9, 124. 266 δώδεκα δ' ἵππους πηγοὺς ἀθλοφόρους, οἳ ἀέθλια ποσσὶν ἄροντο; – ἄνδρες Pind. Ol. 7, 7 u. Sp. D.; νίκη Mel. 123 (VII, 428).

Greek (Liddell-Scott)

ἀθλοφόρος: -ον, ὁ ἀποκομίζων τὸ βραβεῖον, νικητής, ἵππος Ἰλ. Ι. 124: ἄνδρες, Πινδ. Ο. 7. 13, κτλ. Ἰων. τύπος ἀεθλ-, Ἰλ. Χ. 22, Ἡρόδ. 1. 31. ΙΙ. ὁ διδοὺς ἢ παρέχων βραβεῖα, ἀγῶνες, Συλλ. Ἐπιγρ. 1582.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui remporte le prix de la lutte.
Étymologie: ἆθλον, φέρω.