συνελευθερόω: Difference between revisions
From LSJ
(6_5) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνελευθερόω''': ἀπὸ κοινοῦ ἐλευθερώνω ἀπό τινος, αὐτοὺς τοῦ μουνάρχου Ἡρόδ. 5. 42. 2) ἀπολ., ἐλευθερώνω [[ὁμοῦ]], τὴν Ἑλλάδα ὁ αὐτ. 7. 51, 157, Θουκ. 2. 72. | |lstext='''συνελευθερόω''': ἀπὸ κοινοῦ ἐλευθερώνω ἀπό τινος, αὐτοὺς τοῦ μουνάρχου Ἡρόδ. 5. 42. 2) ἀπολ., ἐλευθερώνω [[ὁμοῦ]], τὴν Ἑλλάδα ὁ αὐτ. 7. 51, 157, Θουκ. 2. 72. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />aider à s’affranchir de, <i>gén. ou</i> [[ἀπό]] τινος ; <i>abs.</i> aider à affranchir, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐλευθερόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 9 August 2017
English (LSJ)
A join in freeing from, τινὰς τοῦ μουνάρχου Hdt.5.46; τὴν πόλιν ἀπ' Ἀθηνάων IG12(9).187.8 (Eretria, v B.C.). 2 abs.,join in freeing, τὴν Ἑλλάδα Hdt.7.157, cf. 51, Th.2.72, 6.56.
German (Pape)
[Seite 1014] mit, zugleich befreien, τινά τινος; Her. 5, 46. 7, 51. 157; Thuc. 2, 72. 6, 56, Ἑλλάδα, Dem. 59, 96.
Greek (Liddell-Scott)
συνελευθερόω: ἀπὸ κοινοῦ ἐλευθερώνω ἀπό τινος, αὐτοὺς τοῦ μουνάρχου Ἡρόδ. 5. 42. 2) ἀπολ., ἐλευθερώνω ὁμοῦ, τὴν Ἑλλάδα ὁ αὐτ. 7. 51, 157, Θουκ. 2. 72.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
aider à s’affranchir de, gén. ou ἀπό τινος ; abs. aider à affranchir, acc..
Étymologie: σύν, ἐλευθερόω.