δυσδίοδος: Difference between revisions
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσδίοδος''': -ον, δι’ οὗ δύσκολον εἶνε νὰ διέλθῃ τις, [[πορεία]], [[πάροδος]] Πολύβ. 3. 61. 3, κτλ. | |lstext='''δυσδίοδος''': -ον, δι’ οὗ δύσκολον εἶνε νὰ διέλθῃ τις, [[πορεία]], [[πάροδος]] Πολύβ. 3. 61. 3, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />difficile à traverser.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[δίοδος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to pass through, Plb.3.61.3, etc.
German (Pape)
[Seite 678] schwer zu passiren; πορεία, πάροδος, Pol. 3, 61, 3. 5, 7, 10.
Greek (Liddell-Scott)
δυσδίοδος: -ον, δι’ οὗ δύσκολον εἶνε νὰ διέλθῃ τις, πορεία, πάροδος Πολύβ. 3. 61. 3, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à traverser.
Étymologie: δυσ-, δίοδος.