νυκτοφυλακέω: Difference between revisions
From LSJ
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νυκτοφῠλᾰκέω''': φυλάττω κατὰ τὴν νύκτα, ν. τὰ ἔξω, φυλάττω κατὰ τὴν νύκτα τὰ ἔξω μέρη, Ξεν. Κύρ. 4. 5. 3˙ ὁ -κῶν Δίων Κ. 52. 33. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 297. | |lstext='''νυκτοφῠλᾰκέω''': φυλάττω κατὰ τὴν νύκτα, ν. τὰ ἔξω, φυλάττω κατὰ τὴν νύκτα τὰ ἔξω μέρη, Ξεν. Κύρ. 4. 5. 3˙ ὁ -κῶν Δίων Κ. 52. 33. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 297. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />monter la garde pendant la nuit : [[τι]] pour veiller sur qch.<br />'''Étymologie:''' [[νυκτοφύλαξ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 9 August 2017
English (LSJ)
A guard, watch by night, ν. τὰ ἔξω X.Cyr.4.5.3 ; ν. νυκτοφυλακάς Supp.Epigr.4.535.18 (Ephesus, ii/iii A. D.) :—impers. in Pass., Aen.Tact. 22.1. II ὁ-κῶν, = Lat. praefectus vigilum, D.C.52.33.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτοφῠλᾰκέω: φυλάττω κατὰ τὴν νύκτα, ν. τὰ ἔξω, φυλάττω κατὰ τὴν νύκτα τὰ ἔξω μέρη, Ξεν. Κύρ. 4. 5. 3˙ ὁ -κῶν Δίων Κ. 52. 33. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 297.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
monter la garde pendant la nuit : τι pour veiller sur qch.
Étymologie: νυκτοφύλαξ.