κλειδίον: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλειδίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κλείς]], μικρὸν κλειδί, κλειδία… Λακωνίκ’ ἄττα, [[τρεῖς]] ἔχοντα γομφίους Ἀριστοφ. Θεσμ. 421, πρβλ. Ἀποσπ. 120· τὸ κλ. τοῦ οἰκήματος Ἀριστ. π. Θαυμασ. 32. ΙΙ. ἴδε ἐν λέξ. κλεὶς ΙΙΙ. ΙΙΙ. [[καταπότιον]], Γαλην. τ. 13, σ. 550, 615, κλ.
|lstext='''κλειδίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κλείς]], μικρὸν κλειδί, κλειδία… Λακωνίκ’ ἄττα, [[τρεῖς]] ἔχοντα γομφίους Ἀριστοφ. Θεσμ. 421, πρβλ. Ἀποσπ. 120· τὸ κλ. τοῦ οἰκήματος Ἀριστ. π. Θαυμασ. 32. ΙΙ. ἴδε ἐν λέξ. κλεὶς ΙΙΙ. ΙΙΙ. [[καταπότιον]], Γαλην. τ. 13, σ. 550, 615, κλ.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />petite clef.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[κλείς]].
}}
}}

Revision as of 19:30, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλειδίον Medium diacritics: κλειδίον Low diacritics: κλειδίον Capitals: ΚΛΕΙΔΙΟΝ
Transliteration A: kleidíon Transliteration B: kleidion Transliteration C: kleidion Beta Code: kleidi/on

English (LSJ)

(on the accent v. Hdn.Gr.1.356), τό, Dim. of κλείς,

   A little key, κλειδία . . Λακωνίκ' ἄττα, τρεῖς ἔχοντα γομφίους Ar.Th.421, cf. Fr. 16, IG22.1533.27 (iv B.C.); τὸ κ. τοῦ οἰκήματος Arist.Mir.832b23: without dimin. sense, τὰ κ. τῶν οὐρανῶν Porph.Chr.26.    2 stopcock, Hero Spir.1.24, POxy.2146.7 (iii A.D.).    II = κλείς 111, of the tunny, Ath.7.315d; cf. κλιδία.    III a kind of astringent pill, Gal.13.87,290, Paul.Aeg.3.40; or astringent suppository, κ. ὑπόθετον Alex.Trall.9.3. (κλῃδ- is not found.)

German (Pape)

[Seite 1447] τό, ion. κληΐδιον, dim. von κλείς, kleines Schloß, Ar. Th. 421 u. Sp. – Auch das Schlüsselbein, clavicula. – Das Bruststück eines großen Seefisches, Ath. VII, 315 d. – Bei Galen. = Pille.

Greek (Liddell-Scott)

κλειδίον: τό, ὑποκορ. τοῦ κλείς, μικρὸν κλειδί, κλειδία… Λακωνίκ’ ἄττα, τρεῖς ἔχοντα γομφίους Ἀριστοφ. Θεσμ. 421, πρβλ. Ἀποσπ. 120· τὸ κλ. τοῦ οἰκήματος Ἀριστ. π. Θαυμασ. 32. ΙΙ. ἴδε ἐν λέξ. κλεὶς ΙΙΙ. ΙΙΙ. καταπότιον, Γαλην. τ. 13, σ. 550, 615, κλ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite clef.
Étymologie: dim. de κλείς.