ὀδυρτός: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit

Source
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀδυρτός''': -ή, -όν, ([[ὀδύρομαι]]) δι’ ὃν θρηνεῖ τις, ἀξιοθρήνητος, [[ὅπως]] τὰ προσπίπτοντα [[ἔξωθεν]] οἰκτρὰ καὶ ὀδυρτὰ ποιήσῃ Πλούτ. 2. 499F· φωνὴ Ἑλλ. Ἐπιγρ. 1003, 4· ― ὀδυρτά, ὡς ἐπίρρ., μετ’ ὀδυρμοῦ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1226 ([[ἔνθα]] κατὰ Σουΐδ.: «ὀδυρτή, ἀπὸ τοῦ ὀδύρεσθαι, τουτέστιν θρῆνον ἐμποιοῦσα καὶ ὀδυρμόν»).
|lstext='''ὀδυρτός''': -ή, -όν, ([[ὀδύρομαι]]) δι’ ὃν θρηνεῖ τις, ἀξιοθρήνητος, [[ὅπως]] τὰ προσπίπτοντα [[ἔξωθεν]] οἰκτρὰ καὶ ὀδυρτὰ ποιήσῃ Πλούτ. 2. 499F· φωνὴ Ἑλλ. Ἐπιγρ. 1003, 4· ― ὀδυρτά, ὡς ἐπίρρ., μετ’ ὀδυρμοῦ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1226 ([[ἔνθα]] κατὰ Σουΐδ.: «ὀδυρτή, ἀπὸ τοῦ ὀδύρεσθαι, τουτέστιν θρῆνον ἐμποιοῦσα καὶ ὀδυρμόν»).
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />lamentable.<br />'''Étymologie:''' [[ὀδύρομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:30, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀδυρτός Medium diacritics: ὀδυρτός Low diacritics: οδυρτός Capitals: ΟΔΥΡΤΟΣ
Transliteration A: odyrtós Transliteration B: odyrtos Transliteration C: odyrtos Beta Code: o)durto/s

English (LSJ)

όν,

   A mourned for, lamentable, Plu.2.499f; φωνή Epigr.Gr.1003.4 : neut. ὀδυρτά, as Adv., painfully, Ar.Ach.1226.

German (Pape)

[Seite 295] beklagenswerth; Sp.; Ar. Ach. 1186 sagt auch λόγχη τις ἐμπέπηγέ μοι δι' ὀστέων ὀδυρτά, auf klägliche Weise.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδυρτός: -ή, -όν, (ὀδύρομαι) δι’ ὃν θρηνεῖ τις, ἀξιοθρήνητος, ὅπως τὰ προσπίπτοντα ἔξωθεν οἰκτρὰ καὶ ὀδυρτὰ ποιήσῃ Πλούτ. 2. 499F· φωνὴ Ἑλλ. Ἐπιγρ. 1003, 4· ― ὀδυρτά, ὡς ἐπίρρ., μετ’ ὀδυρμοῦ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1226 (ἔνθα κατὰ Σουΐδ.: «ὀδυρτή, ἀπὸ τοῦ ὀδύρεσθαι, τουτέστιν θρῆνον ἐμποιοῦσα καὶ ὀδυρμόν»).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
lamentable.
Étymologie: ὀδύρομαι.