αἰνιγματώδης: Difference between revisions
From LSJ
τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰνιγματώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ὁμοιάζων πρὸς [[αἴνιγμα]], [[ἀσαφής]], [[σκοτεινός]], Αἰσχύλ. Ἱκ. 464· αἰν. ῥηματίσκια, περὶ τῶν Ἡρακλειτείων, Πλάτ. Θεαίτ. 180Α. Ἐπίρρ. -δῶς, Διογ. Λ. 9. 3. | |lstext='''αἰνιγματώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ὁμοιάζων πρὸς [[αἴνιγμα]], [[ἀσαφής]], [[σκοτεινός]], Αἰσχύλ. Ἱκ. 464· αἰν. ῥηματίσκια, περὶ τῶν Ἡρακλειτείων, Πλάτ. Θεαίτ. 180Α. Ἐπίρρ. -δῶς, Διογ. Λ. 9. 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες :<br />énigmatique, obscur.<br />'''Étymologie:''' [[αἴνιγμα]], -ωδης. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 9 August 2017
English (LSJ)
ες,
A riddling, dark, A. Supp.464; ῥηματίσκια, of the Heracliteans, Pl.Tht.180a; χρησμός D.S.32.10; of persons, Max.Tyr.38.4. Adv. -δῶς Arist.Rh.1441b22, Pl.Chrm.164e (Comp.), etc.
Greek (Liddell-Scott)
αἰνιγματώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ὁμοιάζων πρὸς αἴνιγμα, ἀσαφής, σκοτεινός, Αἰσχύλ. Ἱκ. 464· αἰν. ῥηματίσκια, περὶ τῶν Ἡρακλειτείων, Πλάτ. Θεαίτ. 180Α. Ἐπίρρ. -δῶς, Διογ. Λ. 9. 3.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
énigmatique, obscur.
Étymologie: αἴνιγμα, -ωδης.