νεοσσοτροφέω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεοσσοτροφέω''': Ἀττ. νεοττ-, [[τρέφω]] νεοσσούς. - Παθ., ἀνατρέφομαι ὡς ἐν φωλεᾷ, ἐπὶ παιδίου, Ἀριστοφ. Νεφ. 999, πρβλ. Φίλωνα 2. 200.
|lstext='''νεοσσοτροφέω''': Ἀττ. νεοττ-, [[τρέφω]] νεοσσούς. - Παθ., ἀνατρέφομαι ὡς ἐν φωλεᾷ, ἐπὶ παιδίου, Ἀριστοφ. Νεφ. 999, πρβλ. Φίλωνα 2. 200.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />élever ses petits <i>ou</i> des enfants.<br />'''Étymologie:''' [[νεοττός]], [[τρέφω]].
}}
}}