διατρεπτικός: Difference between revisions
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
(6_11) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διατρεπτικός''': -ή, -όν, μεταπειστικός, [[ἀποτρεπτικός]], Πλούτ. 2. 788F. | |lstext='''διατρεπτικός''': -ή, -όν, μεταπειστικός, [[ἀποτρεπτικός]], Πλούτ. 2. 788F. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />propre à détourner, à dissuader.<br />'''Étymologie:''' [[διατρέπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:31, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A dissuasive, λόγος Plu.2.788f.
German (Pape)
[Seite 607] ή, όν, bewegend, abmahnend; λόγος Plut. an. sen. resp. ger. 9.
Greek (Liddell-Scott)
διατρεπτικός: -ή, -όν, μεταπειστικός, ἀποτρεπτικός, Πλούτ. 2. 788F.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à détourner, à dissuader.
Étymologie: διατρέπω.