ἀμβολάδην: Difference between revisions
ἐν τῷ διὰ τῆς κατασκευῆς παρεπιφαινομένῳ περίττῳ → through some excess thing which results through poetic elaboration
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμβολάδην''': [ᾰδ], ἐπίρρ. ποιητ. ἀντὶ ἀναβολάδην, [[ὅπερ]] δὲν ἀπαντᾷ: (ἀναβολή)· [[μετὰ]] καχλασμοῦ, ὡς δὲ [[λέβης]] ζεῖ [[ἔνδον]] ... [[πάντοθεν]] [[ἀμβολάδην]] Ἰλ. Φ. 364, [[ὅθεν]] ἐδανείσθη αὐτὸ ὁ Ἡρόδ. (4. 181): μεταφ. [[μετὰ]] χρονισμοῦ, μετ’ ἀναβολῆς, ἰδιοτρόπως Ἀνθ. Π. 10. 70. ΙΙ. ἐν εἴδει προοιμίου ἢ προανακρούσματος, ὡς τὸ ἀναβολὴ (ἀμβολὰ παρὰ Πινδάρῳ Π. 1. 4): γηρύετ’ [[ἀμβολάδην]] Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 426, Πινδ. Ν. 10. 62: «[[ἀμβολάδην]], ἀναβάλλων ἢ ἐξ ὑποβολῆς· ἀμβολαὶ γὰρ διαναβολαί· ἀρχὴ καὶ [[προοίμιον]] παρὰ τοῖς μουσικοῖς» Ἐτυμ. Μ. 80. 21. | |lstext='''ἀμβολάδην''': [ᾰδ], ἐπίρρ. ποιητ. ἀντὶ ἀναβολάδην, [[ὅπερ]] δὲν ἀπαντᾷ: (ἀναβολή)· [[μετὰ]] καχλασμοῦ, ὡς δὲ [[λέβης]] ζεῖ [[ἔνδον]] ... [[πάντοθεν]] [[ἀμβολάδην]] Ἰλ. Φ. 364, [[ὅθεν]] ἐδανείσθη αὐτὸ ὁ Ἡρόδ. (4. 181): μεταφ. [[μετὰ]] χρονισμοῦ, μετ’ ἀναβολῆς, ἰδιοτρόπως Ἀνθ. Π. 10. 70. ΙΙ. ἐν εἴδει προοιμίου ἢ προανακρούσματος, ὡς τὸ ἀναβολὴ (ἀμβολὰ παρὰ Πινδάρῳ Π. 1. 4): γηρύετ’ [[ἀμβολάδην]] Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 426, Πινδ. Ν. 10. 62: «[[ἀμβολάδην]], ἀναβάλλων ἢ ἐξ ὑποβολῆς· ἀμβολαὶ γὰρ διαναβολαί· ἀρχὴ καὶ [[προοίμιον]] παρὰ τοῖς μουσικοῖς» Ἐτυμ. Μ. 80. 21. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />par secousses.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμβολή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:31, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰδ,] Adv., poet. for ἀναβολάδην: ((ἀναβολή):—
A bubbling up, ὡς δὲ λέβης ζεῖ ἔνδον . . πάντοθεν ἀ. Il.21.364, cf. Hdt.4.181: metaph., by jets, i.e. capriciously, AP10.70 (Maced.). II like an ἀναβολή or prelude, h.Merc.426, Pi.N.10.31.
German (Pape)
[Seite 118] aufsprudelnd, Hom. einmal, vom Wasser im kochenden Fleischtopfe, Il. 21, 364; ζέει ἀμβ. κρήνη Her. 4, 181; aber Pind. N. 10, 33 ἀμβ. ὀμφαὶ αὐτὸν κώμασαν erinnert an ἀναβάλλεσθαι. präludirend.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμβολάδην: [ᾰδ], ἐπίρρ. ποιητ. ἀντὶ ἀναβολάδην, ὅπερ δὲν ἀπαντᾷ: (ἀναβολή)· μετὰ καχλασμοῦ, ὡς δὲ λέβης ζεῖ ἔνδον ... πάντοθεν ἀμβολάδην Ἰλ. Φ. 364, ὅθεν ἐδανείσθη αὐτὸ ὁ Ἡρόδ. (4. 181): μεταφ. μετὰ χρονισμοῦ, μετ’ ἀναβολῆς, ἰδιοτρόπως Ἀνθ. Π. 10. 70. ΙΙ. ἐν εἴδει προοιμίου ἢ προανακρούσματος, ὡς τὸ ἀναβολὴ (ἀμβολὰ παρὰ Πινδάρῳ Π. 1. 4): γηρύετ’ ἀμβολάδην Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 426, Πινδ. Ν. 10. 62: «ἀμβολάδην, ἀναβάλλων ἢ ἐξ ὑποβολῆς· ἀμβολαὶ γὰρ διαναβολαί· ἀρχὴ καὶ προοίμιον παρὰ τοῖς μουσικοῖς» Ἐτυμ. Μ. 80. 21.
French (Bailly abrégé)
adv.
par secousses.
Étymologie: ἀμβολή.