παγίς: Difference between revisions
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰγίς''': -ίδος, ἡ, (√ΠΑΓ, [[πήγνυμι]]) = [[πάγη]], κοινῶς «παγίδα», Βατραχομυομ. 117, Ἀνθ. Π. 6. 109· παγίδας ἱστάναι Ἀριστοφ. Ὄρν. 527, πρβλ. 194. 2) μεταφορ. ἐπὶ ἑταιρῶν, παρὰ Σινώπῃ καὶ Λύκᾳ καὶ Ναννίῳ .. παγίσι βίου Ἄμφις ἐν «Κουρίδι» 1, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 67· δουρατέα π., ἐπὶ τοῦ δουρείου ἵππου, Ἀνθ. Π. 9. 152· παγίδας προὔφυγον ἀμπλακίης Ἑλλ. Ἐπιγρ. 421· τοῖς ἄρτοις ὅσας ἱστᾶσι παγίδας οἱ ταλαίπωροι βροτοί, καθιστῶντες αὐτούς ὀρεκτικοὺς διὰ παντοδαπῶν βρωμάτων, Ἄλεξις ἐν τῇ «Εἰς τὸ [[φρέαρ]]» 2· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ κοσμημάτων γυναικείων, Ἀριστοφ. Ἀπομν. 663. ΙΙ. ἄγκυρα παγὶς νεῶν, ὡς κρατοῦσα τὰς [[ναῦς]] στερεῶς ὡς [[παγίς]], Ἀνθ. Π. 6. 5. 2) παρὰ Θεοφ. Πρωτοσπαθαρίῳ ἀπαντᾷ: παγίδες τῶν πλευρῶν, τὰ παγίδια νῦν καλούμενα. | |lstext='''πᾰγίς''': -ίδος, ἡ, (√ΠΑΓ, [[πήγνυμι]]) = [[πάγη]], κοινῶς «παγίδα», Βατραχομυομ. 117, Ἀνθ. Π. 6. 109· παγίδας ἱστάναι Ἀριστοφ. Ὄρν. 527, πρβλ. 194. 2) μεταφορ. ἐπὶ ἑταιρῶν, παρὰ Σινώπῃ καὶ Λύκᾳ καὶ Ναννίῳ .. παγίσι βίου Ἄμφις ἐν «Κουρίδι» 1, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 67· δουρατέα π., ἐπὶ τοῦ δουρείου ἵππου, Ἀνθ. Π. 9. 152· παγίδας προὔφυγον ἀμπλακίης Ἑλλ. Ἐπιγρ. 421· τοῖς ἄρτοις ὅσας ἱστᾶσι παγίδας οἱ ταλαίπωροι βροτοί, καθιστῶντες αὐτούς ὀρεκτικοὺς διὰ παντοδαπῶν βρωμάτων, Ἄλεξις ἐν τῇ «Εἰς τὸ [[φρέαρ]]» 2· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ κοσμημάτων γυναικείων, Ἀριστοφ. Ἀπομν. 663. ΙΙ. ἄγκυρα παγὶς νεῶν, ὡς κρατοῦσα τὰς [[ναῦς]] στερεῶς ὡς [[παγίς]], Ἀνθ. Π. 6. 5. 2) παρὰ Θεοφ. Πρωτοσπαθαρίῳ ἀπαντᾷ: παγίδες τῶν πλευρῶν, τὰ παγίδια νῦν καλούμενα. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίδος (ἡ) :<br />rets, filet.<br />'''Étymologie:''' R. Παγ ficher ; v. [[πήγνυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 9 August 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ, (πήγνυμι)
A = πάγη, trap, Batr.117, Call.Fr.458, AP 6.109 (Antip.); παγίδας ἱστάναι Ar.Av.527 (anap.), cf. 194. 2 metaph., trap, snare, of women, Amphis 23, Men.689; δουρατέα π., of the Trojan horse, AP9.152 (Agath.); τοῖς ἄρτοις . . ἱστᾶσι παγίδας they try to 'raise the wind', Alex.66; of women's ornaments, Ar. Fr.666. II ἄγκυρα νεῶν π. the anchor which holds ships fast, AP 6.5 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 435] ίδος, ἡ, wie πάγη, Schlinge, Falle, was festhält, z. B. Mäusefalle, Batrach. 115; Alexis bei Ath. III, 109 b u. Sp.; δουρατέη, vom hölzernen trojanischen Pferde, Agath. 63 (IX, 152); komisch nennt Amphis bei Ath. XIII, 567 e die Hetären παγίδες τοῦ βίου; vgl. Luc. D. Mer. 11; Ar. bei Phryn. in B. A. 18, 22 nennt so den Frauenputz. – Wenn Philp. 22 (VI, 5) ἄγκυράν τε, νεῶν πλαζομένων παγίδα sagt, denkt er mehr an πήγνυμι, den Anker, der die Schiffe festhält.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰγίς: -ίδος, ἡ, (√ΠΑΓ, πήγνυμι) = πάγη, κοινῶς «παγίδα», Βατραχομυομ. 117, Ἀνθ. Π. 6. 109· παγίδας ἱστάναι Ἀριστοφ. Ὄρν. 527, πρβλ. 194. 2) μεταφορ. ἐπὶ ἑταιρῶν, παρὰ Σινώπῃ καὶ Λύκᾳ καὶ Ναννίῳ .. παγίσι βίου Ἄμφις ἐν «Κουρίδι» 1, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 67· δουρατέα π., ἐπὶ τοῦ δουρείου ἵππου, Ἀνθ. Π. 9. 152· παγίδας προὔφυγον ἀμπλακίης Ἑλλ. Ἐπιγρ. 421· τοῖς ἄρτοις ὅσας ἱστᾶσι παγίδας οἱ ταλαίπωροι βροτοί, καθιστῶντες αὐτούς ὀρεκτικοὺς διὰ παντοδαπῶν βρωμάτων, Ἄλεξις ἐν τῇ «Εἰς τὸ φρέαρ» 2· ― ὡσαύτως ἐπὶ κοσμημάτων γυναικείων, Ἀριστοφ. Ἀπομν. 663. ΙΙ. ἄγκυρα παγὶς νεῶν, ὡς κρατοῦσα τὰς ναῦς στερεῶς ὡς παγίς, Ἀνθ. Π. 6. 5. 2) παρὰ Θεοφ. Πρωτοσπαθαρίῳ ἀπαντᾷ: παγίδες τῶν πλευρῶν, τὰ παγίδια νῦν καλούμενα.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
rets, filet.
Étymologie: R. Παγ ficher ; v. πήγνυμι.